22/2/12

Κάτι θα δεις, θα γίνει...

Και εγένετο κρατικό βραβείο!
Είναι ο βραβευμένος πλέον συνάδελφος του διπλανού γραφείου. Ο Χρήστος
Οικονόμου, δημοσιογράφος του «Εθνους», απέσπασε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο
Διηγήματος με το έργο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Και ήταν μόλις η δεύτερη
εκδοτική προσπάθειά του.
Πρωτόγραψε το 2003 μια συλλογή με διηγήματα, με τίτλο «Η γυναίκα στα
κάγκελα». Εκδόθηκε από τα «Ελληνικά Γράμματα», ο Χρήστος Οικονόμου αμέσως
δημιούργησε αίσθηση. Γλώσσα ευαίσθητη και σκληρή και ένας νατουραλισμός που τότε
ήταν και δεν ήταν ακριβώς η ζωή μας. Επτά χρόνια μετά και ενώ η δημοσιογραφία
πάντοτε υπήρχε και όλα έδειχναν ότι τον κέρδιζε, η δεύτερη συλλογή του με
διηγήματα το 2010 «Κάτι θα γίνει, θα δεις» από τις εκδόσεις «Πόλις» αυτήν τη
φορά, ήρθε και εξαρχής τα σάρωσε όλα. Υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού
«Διαβάζω», τους κριτικούς να μιλούν για ένα ταλέντο αναμφισβήτητο και για γραφή
στιβαρή, τον Κώστα Μουρσελά φανατικό αναγνώστη να τον συστήνει σε όλους και το
Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ως επιστέγασμα τελικά όλων αυτών.

Συνδυασμός. Η ζωή του Χρήστου Οικονόμου κινείται μεταξύ
δημοσιογραφίας και συγγραφής.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη συχνή πια ερώτηση «Χρήστο, κάτι θα γίνει, έγραψες,
τελικά τι ήταν εκείνο που έγινε» απαντά. «Εγινε ότι έγραψα μια χούφτα διηγήματα
που νόμιζα ότι θα τα διαβάσω εγώ, η γυναίκα μου και δυο-τρεις άλλοι, αλλά τελικά
το βιβλίο διαβάστηκε από περισσότερους και κέρδισε και το Κρατικό Βραβείο
Διηγήματος. Απίστευτο μου φαίνεται».
Το σύμπαν του συγγραφέαΣτο μεταξύ, από την πρώτη του
συγγραφική εμπειρία μοιάζει να μην έχουν αλλάξει και τόσο πολλά. «Σε μένα άλλαξε
κυρίως το πώς βλέπω αυτά που γράφω. Γύρω μου άλλαξαν πολύ περισσότερα. Το 2003
αγωνιούσαμε αν θα κάνουμε καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα αγωνιούμε αν αύριο θα
υπάρχουμε ως χώρα και ως κοινωνία», όμως, ο Χρήστος επιμένει.
Κι επιβραβεύεται με ένα βραβείο στα δύσκολα και για τα δύσκολα. Στα διηγήματά
του, εξάλλου, αυτό ακριβώς κάνει, βρίσκει στο έρεβος φως: «Και αν δεν υπάρχει,
πρέπει να ψάχνουμε να το βρούμε. Καμιά φορά, ψάχνοντας, ανακαλύπτεις ότι το φως
είσαι εσύ ο ίδιος», υπογραμμίζει.
Οι συγγραφικές εμμονές του... «πολλές. Αλλωστε, και το γράψιμο από μόνο του
μια εμμονή δεν είναι; Πέραν αυτού, η μεγαλύτερη εμμονή μου είναι να γράφω με
καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά. Και, φυσικά, πάντα με μολύβι και χαρτί. Θέλω να
χαράζω τις λέξεις πάνω στην άσπρη σελίδα, να τις διαβάζω σαν να 'ναι ματωμένα
ίχνη στο χιόνι». Στο μεταξύ, η δημοσιογραφία γι' αυτόν δημοσιογραφία, αλλά όλα
μπορούν να συνδυαστούν σ' αυτήν τη ζωή. Πόσω μάλλον για τον γεννημένο συγγραφέα
που βρίσκει ότι, τελικά, «Αναγκαία είναι και τα δυο, και από ανάγκη
συνδυάζονται. Η λογοτεχνία είναι φυσική ανάγκη, η δημοσιογραφία εξασφαλίζει τα
αναγκαία προς το ζην. Τον χρόνο προσπαθώ να τον φτιάχνω μόνος μου. Δεν τα
καταφέρνω πάντοτε, αλλά το παλεύω».
Και με ένα λογοτεχνικό είδος όπως το διήγημα, «δύσκολο» όπως επιμένουν οι
συγγραφείς ενώ οι εκδότες το αντιμετωπίζουν ως «αντιεμπορικό», αλλά δεν μπορεί,
την έχει σίγουρα την γοητεία της η μικρή φόρμα: «Δύσκολη (πάντα) και
αντιεμπορική (όχι πάντα, ευτυχώς) είναι η καλή λογοτεχνία. Το διήγημα σου δίνει
απόλαυση όμοια μ' εκείνη που νιώθεις, όταν είσαι διψασμένος, πίνοντας μονορούφι
ένα ποτήρι δροσερό νερό. Οι απαιτήσεις του πολλές. Είναι σαν να προσπαθείς να
ισορροπήσεις τρέχοντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί», αποκαλύπτει ο συγγραφέας,
ενίοτε και μεταφραστής: «Μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους», διευκρινίζει. Και
«δεν πιστεύω ότι η μετάφραση είναι συνδημιουργία. "Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη
μετάφραση", είπε ο Φροστ. Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου ο κάθε αναγνώστης θα
μπορεί να διαβάζει στο πρωτότυπο τα βιβλία που αγαπάει».
Οσον αφορά δε την διαδικασία γραφής «Γράφω τις νύχτες συνήθως. Γράφω
καθημερινά, στο χαρτί ή στο μυαλό μου. Στο χαρτί γράφω μόνο όταν κάθομαι στο
γραφείο μου. Στο μυαλό μου γράφω όπου και όποτε να 'ναι. Χρειάζομαι τα απολύτως
απαραίτητα: χαρτί, μολύβι, καφέ, καπνό, σιωπή -για ν' ακούω αυτά που γράφω».
Ο Χρήστος Οικονόμου, που γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Κρήτη και ζει
στον Πειραιά, έχει στο συγγραφικό σύμπαν του να επιζούν ή απλώς να περνούν τρεις
σημαντικότατες πόλεις: «Περνούν, αλλά δεν μένουν, ίσως επειδή δεν είμαι δεμένος
με κανέναν τόπο ?ή, μάλλον, επειδή είμαι δεμένος με πολλούς τόπους, είτε έχω
ζήσει εκεί είτε όχι. Από μικρός φανταζόμουν πως κάθε νύχτα ταξίδευα σε άλλο
μέρος και έμπαινα σαν τον αέρα μες απ' τις γρίλιες στα σπίτια και τις δουλειές
των ανθρώπων και παρακολουθούσα τι έλεγαν και τι έκαναν».
Το γιατί γράφει, έχει πάψει πια να τον απασχολεί: «Παλιότερα αναρωτιόμουν
συχνά. Τώρα πια όχι, όπως δεν αναρωτιέμαι γιατί τρώω, γιατί κοιμάμαι, γιατί ζω».
Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν και παραμένουν «Ο Αντερσεν, ο Παπαδιαμάντης, ο
Κάρβερ, ο Τσέχοφ, ο Στάινμπεκ, ο Κόρμακ Μακάρθι ?ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός
μυθιστοριογράφος, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Ο Αλεξάνδρου, ο
Παπαδημητρακόπουλος, ο Σκαμπαρδώνης. Ο Καβάφης, η Ντίκινσον, ο Φροστ».
Αγαπημένα του βιβλία «Η Αγία Γραφή. Τα παραμύθια του Αντερσεν. Ο,τι έχουν
γράψει ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Κόρμακ Μακάρθι. Το Κιβώτιο του Αρη
Αλεξάνδρου. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ο Καπετάν Μιχάλης και Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη. Ο Φύλακας στη Σίκαλη του Σάλιντζερ. Τα Σταφύλια
της Οργής του Στάινμπεκ. The Things They Carried του Τιμ Ο Μπράιεν».
Το πρώτο βιβλίο που θυμάται «Η Μυστηριώδης Νήσος του Ιουλίου Βερν. Ακόμα και
τώρα τ' ανοίγω πού και πού. Εχω μια παμπάλαια έκδοση, εικονογραφημένη με τις
υπέροχες γκραβούρες του Φερά». Και η πρώτη φορά που έγραψε; «Πρέπει να ήμουν 16,
17. Ηταν μια ιστορία για έναν τύπο, στην Κρήτη, που ένα βράδυ, σουρωμένος,
σκαρφαλώνει στη σκεπή του σπιτιού της πρώην γυναίκας του κι αρχίζει να ξηλώνει
τα κεραμίδια. Νομίζω ότι κάπου πρέπει να το 'χω κρατήσει».

ελένη γκίκα
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής