«Με ήθελες κάτι;»
«Όχι, έτσι πήρα! Να σ’ ακούσω. Γιατί;»
Έπλενα τα δόντια μου όταν κτύπησε το κινητό. Με τις οδοντόκρεμες, μίλησα. «Μάκης», είδα.
Δεν του είπα ούτε καλημέρα.
Με έχουν συνηθίσει όταν μου τηλεφωνούν, «να συντρέχει λόγος». Συνήθως κάτι να μου αναθέτουν, υπενθυμίζουν, ζητούν. Κάτι να έχω παραλείψει, να πρέπει να προλάβω, να θυμηθώ να…
Το «γιατί έτσι» - την ώρα που τρέχεις σαν και την παλαβή για να προλάβεις τις «αιτήσεις» μπορεί μέχρι και να το παρεξηγήσεις.
«Γιατί μιλάς έτσι, ακόμα κρυωμένη;»
Το θυμόταν. Τα έχασα. Και το πρόσεξε.
Τον ξέρω τόσα χρόνια, ασυνείδητα ήθελα δεν ήθελα, μου βγήκε ανελέητη ειλικρίνεια: «Τίποτα, έπλενα τα δόντια μου, ξαφνιάστηκα κιόλας που απλώς με πήρες έτσι».
«Θέλεις να τα ξεπλύνεις;»
«Όχι, την κατάπια την οδοντόκρεμα».
Αμηχανία μπροστά στο αυτονόητο. Είναι μεσημεριάτικο… πρωινό, έχει ήλιο, και ένας φίλος που με ξέρει εδώ και… ε θα τα μετρήσω, τριάντα χρόνια, με θυμήθηκε.
Ένας φίλος που γνωρίζει τα δεκαοχτώ μου και τα είκοσι, δεν με βαρέθηκε ακόμα, δεν θέλει κάτι από μένα, έτσι απλώς ήταν πρωί, είχε ήλιο, ήταν καλά, και με θυμήθηκε.
Θυμήθηκα ότι έχουμε αγαπηθεί, συμφωνήσει, διαφωνήσει, σκοτωθεί, χίλιες φορές χωρίσει, ανοίξει, κλείσει εφημερίδες, και ότι αντέχουμε ακόμη.
Εχθές που συζητούσαμε με την Ιουστίνη και τον Αλέξανδρο για τα Ιόνια Νησιά και για τον Νάνο, θυμάμαι ότι τον σκέφτηκα. Θυμήθηκα ότι τον κύριο Νάνο Βαλαωρίτη τον γνώρισα στην Κέρκυρα ένα καλοκαίρι με καύσωνα, σε ημερίδα που το είχε κάνει ο «Πόρφυρας» κι εγώ παρίστανα στης φίλης μου της Ρένας την «Κυρία με το σκυλάκι». Θυμήθηκα ότι το βιβλίο αυτό του Τσέχωφ ο Μάκης μου το χάρισε, το καλοκαίρι που έφευγε για το νησί του. Σκέφτηκα ότι πάει, πέρασαν τα χρόνια και εντάξει, στο δίπλα τραπέζι η Μπέτυ Αρβανίτη η πρώτη μου θεατρική συνέντευξη στην πρώτη της παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. ε τι έγινε που τα θυμήθηκα. Όμως, την είδα ότι όταν χαιρετηθήκαμε και αναγνωριστήκαμε σα να μην πέρασε ούτε μέρα... Και πριν καλοξυπνήσω, την ώρα που έπλενα τα δόντια μου, ντριιιν! να ‘σου και ο άλλος! «Γιατί έτσι», «χωρίς τίποτα», «έτσι επειδή σήμερα που είχε ήλιο, ξύπνησα κι εγώ και σε θυμήθηκα!»
Θυμήθηκα, λοιπόν, κι εγώ ετούτη τη συνέντευξη με τον κύριο Νάνο, και του την αφιερώνω, σας την αφιερώνω.
Του Μάκη, ναι;
Για την ασφάλεια των χρόνων, έτσι σκέφτηκα.
Και, επειδή, για να επανέρχονται οι φίλοι οι παλιοί, μάλλον τίποτα δεν πάει χαμένο.
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: O διαμαντένιος γαληνευτής
«Πήρε το έργο του, αλλά όχι τον εαυτό του στα σοβαρά», «Με την ποιητική του γραφή μετατρέπει την πραγματικότητα σε ένα τεράστιο εργοστάσιο της στοιχειώδους ζωής», «ο ποιητής χειρίζεται το λόγο σαν ένας μικρός θεός’ λέει κι ο κόσμος γίνεται»… Είναι ελάχιστα απ’ όσα έχουν γραφτεί για τον έλληνα ποιητή που γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921, κουβαλά στο οικογενειακό του φορτίο τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε φίλος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, σχετίστηκε στενά με τον Μπρετόν, παντρεύτηκε την ζωγράφο Marie Wilson, έζησε στην Αγγλία, στην Γαλλία και στην Αμερική, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, πήρε τρία κρατικά βραβεία κι ένα βραβείο του Ν.P.A (Αμερικάνικη Εταιρία Ποίησης), δημιούργησε τα περιοδικά «Πάλι» και «Συντέλεια», οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού και έκανε γνωστούς τους Ελληνες ποιητές στο εξωτερικό.
«Ο διαμαντένιος γαληνευτής», όπως έχουν αποκαλέσει τον Νάνο Βαλαωρίτη και του οποίου κυκλοφορούν ήδη στην Ελλάδα οκτώ ποιητικές συλλογές, οκτώ πεζογραφήματα και τρία δοκιμιακά βιβλία, αυτή την εποχή κυκλοφόρησε ένα ακόμα ποιητικό του βιβλίο. «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» ο τίτλος, εκδοτικός του οίκος η «Άγκυρα», και στα περιεχόμενά του ποίηση και εικόνα αυτή την φορά. Τα κολάζ του ποιητή τα οποία κατά την δεκαετία του 1970 είχαν εκτεθεί σε μια μικρή γκαλερί του Σαν Φρανσίσκο.
Από τους σημαντικότερους υπερρεαλιστές ποιητές του καιρού μας, αναγνωρίζει ότι η ποίησή του απαιτεί μυημένο αναγνωστικό κοινό. Η υψηλή λογοτεχνία, εξάλλου, απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό.
Συζητώντας μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι η σπουδαία τέχνη εκτός από γνώση και ταλέντο, απαιτεί κόπο, πολλή δουλειά και ταπείνωση. Με αυτό το σκεπτικό ενδεχομένως ο Νάνος Βαλαωρίτης και να έγραψε κάποτε την «Μέθοδο Μπράιγ».
- Γιατί «Μια αλφάβητος των κωφαλάλων» τώρα, κύριε Βαλαωρίτη; Σήμερα;
- Ένα βιβλίο βγαίνει συνήθως με συγκυρίες πολλές. Δεν ήταν με ένα σχέδιο προετοιμασμένο εκ των προτέρων. Είχα αυτά τα κολάζ, τα έχω από την Αμερική όπου έγινε μια μικρή έκθεση στο Σαν Φραντσίσκο, και όταν η Αναστασία (των εκδόσεων Αγκυρα) μου ζήτησε να μου βγάλει κάτι, της λέω, κοίταξε, υπάρχουν αυτά τα κολάζ, μπορώ να σου κάνω ένα βιβλίο και να τα συνδέσω με ποιήματα.
Όσο για τη σχέση των ποιημάτων με τα κολάζ είναι ανταποκρίσεις σε λεπτομέρειες. Μέσα στο κείμενα βρίσκει κανείς αναφορές σε έναν κουφό, σε κούκλες, σε διάφορα τέτοια.
- Και σε έναν κόσμο όπου όλα έχουν ξαναειπωθεί, πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος, κύριε Βαλαωρίτη;
- Τώρα τελευταία γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις και με πολεμική διάθεση για το τέλος του μοντερνισμού. Πολλοί λένε ότι ο μοντερνισμός τελείωσε και όλα αυτά. Ναι, σύμφωνοι, λοιπόν, τελείωσε. Αλλά τι τελείωσε; Πρώτα- πρώτα ο μοντερνισμός δεν είναι ένα πράγμα, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο, αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου, τίποτα ουσιαστικά δεν τελειώνει. Και οι διάφοροι μοντερνισμοί ουσιαστικά είναι ο τρόπος της μορφής του εικοστού αιώνα.
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν πιστεύω να υπάρχει ουσιαστικά ένας μόνος τρόπος γραφής αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δεν πιστεύω ότι όλοι οι συγγραφείς είναι το ίδιο. Δηλαδή, τελευταία ο Κουμανταρέας σε μια συνέντευξη λέει ότι τελείωσε ο μοντερνισμός, και γιατί μερικοί επιμένουν να γράφουν έτσι.
Εγώ δεν βλέπω τίποτα να τελειώνει, απλώς γίνεται μια μεταλλαγή στα ονόματα. Και αυτά τα ονόματα των ειδών, έχουνε συνήθως θεωρητική αξία, περισσότερο για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι διδάσκουν στους φοιτητές και έχουν εφεύρει και το μεταμοντέρνο. Γιατί το μεταμοντέρνο είναι ουσιαστικά η συνέχεια του μοντέρνου με άλλον τρόπο.
Πολύ μικρή η διαφορά για να πούμε ότι υπάρχει κάτι το καινούργιο, το διαφορετικό.
Μέσα στον μοντερνισμό υπάρχουν πολλά είδη γραφής. Δεν είναι μόνο το ημερολογιακό, υπάρχει και το επιστολικό μυθιστόρημα, το φανταστικό σε σχέση με το ρεαλιστικό… Όλα αυτά, βέβαια, διασταυρώνονται. Δεν μπορείς να πεις ότι ένα πράγμα υπήρξε και τελείωσε έτσι μονοκόμματα. Εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε την τάση να κάνουμε δογματικές διατυπώσεις για τα θέματα αυτά.
Εδώ υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία και στην Αμερική και στη Γαλλία και στην Αγγλία τα οποία έχουν μεικτά είδη γραφής. Άλλωστε αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Ένα μεικτό δείγμα γραφής.
- Παίζετε, κιόλας, με τα είδη.
- Ναι, παίζω. Παίζω με τα είδη και με το ύφος και με το στυλ. Αυτό το κάνω συνέχεια. Νομίζω, ότι οι σημαντικοί συγγραφείς γράφουνε με οποιονδήποτε τρόπο. Είτε με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο, θα ξεχωρίζουν. Δεν έχει σημασία πώς γράφεις, σημασία έχει το ταλέντο του συγγραφέα. Αν θα μπορέσει σε αυτό το είδος, με αυτή την τεχνική που διαλέγει, να κάνει κάτι το σημαντικό.
Υπάρχουν πολλά μέτρια μοντερνιστικά, όπως υπάρχουν και πολλά μέτρια ρεαλιστικά. Σωρός από τέτοια βγαίνουνε και τα βλέπουμε συχνά, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
- Και εν τέλει, αυτός ο τρόπος, τι είναι κύριε Βαλαωρίτη; Εφεύρεση, επιδίωξη, χαρακτήρας… Τι εφεύρατε, δηλαδή, και τι ήδη κουβαλούσατε μέσα σας; Θέλω να πω, επιλέγουμε τον τρόπο που γράφουμε ή μας επιλέγει;
- Και τα δύο. Δηλαδή, όταν άρχισα να γράφω και έβγαλα «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», βγήκε μια δεύτερη έκδοση με έναν μικρό πρόλογο για τους αναγνώστες, για να καταλάβουν γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο έτσι. Εκεί είχα την εξής παρατήρηση που είχα κάνει. Πρώτα- πρώτα δεν έχουμε μεγάλη παράδοση μυθιστορήματος στην Ελλάδα, όπως έχουν οι Ρώσοι, οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι. Εμείς ξεκινάμε ουσιαστικά την δεκαετία του ‘30 που εγκαθιδρύεται το ελληνικό μυθιστόρημα. Και επειδή δεν έχομε αυτή την παράδοση, πρέπει να την δημιουργήσουμε. Γιατί πρέπει να ανατρέξομε κάπου, όπου μπορούμε, να συνδεθούμε με κάτι στο παρελθόν. Μιλάμε για την ελληνική γραμματεία μεσ’ στους αιώνες. Και η μόνη συνέχεια που μπορούμε να έχουμε είναι πριν από 2.000 χρόνια. Δηλαδή, είναι τα μυθιστορήματα του Λουκιανού, το ελληνορωμαικό μυθιστόρημα, το Σατυρικό του Πετρώνιου, είναι μυθιστορήματα ταξιδιωτικά.
Λοιπόν, στην Ελλάδα ουσιαστικά χωρίς παράδοση αφ’ ενός και χωρίς κοινωνική ενδοχώρα, εννοώ ότι είμαστε μικρό έθνος όπου όλοι γνωριζόμαστε με κάποιον τρόπο, το οικείο ξεπερνάει το ανοίκειο. Δηλαδή, είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσεις μιαν απόσταση για την γραφή από το οικείο. Και πολλές φορές σ’ αυτά που διαβάζουμε δεν καταφέρνουμε να διατηρήσουμε αυτή την απόσταση για να υπάρξει ένας κόσμος μυθοπλαστικός.
Ξέρετε, η μυθοπλασία δημιουργείται με την απόσταση. Δεν μπορεί να μιλάμε σα να βγαίνουμε απ’ την πόρτα μας και να συναντάμε την Βαγγελιώ, ξέρω ’γω, στην γειτονιά και να βγει μυθιστόρημα πειστικό. Είναι πολύ δύσκολο αυτό. Γι’ αυτό δεν πετυχαίνουν αυτά τα μυθιστορήματα τα σημερινά τα οποία προσπαθούν να κάνουν ηθογραφία των πόλεων. Επειδή όλοι αυτοί οι συγγραφείς βλέπει κανείς ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το υποκειμενικό. Χρειάζεται μια απόσταση περίεργη που να σου δημιουργήσει αυτή την αίσθηση. Και ουσιαστικά είναι μια τεχνική όλο αυτό. Αλλά αυτή την τεχνική δεν την γνωρίζουμε.
- Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι ο άνθρωπος που γράφει, ο άνθρωπος που ζωγραφίζει, που κάνει μουσική, ο καλλιτέχνης γενικά, εκ των πραγμάτων, είναι σε σύγκρουση με τον κόσμο, γιατί ουσιαστικά ζει σ’ ένα ανοίκειο κόσμο, δηλαδή, κουβαλά από μόνος του έναν κόσμο…
- Ναι, σωστό είναι αυτό. Ο καλλιτέχνης μοιραία αν είναι πραγματικά καλλιτέχνης, βρίσκεται σε αντίθεση με το περιβάλλον του. Αυτό είναι το ψυχολογικό υλικό. Πως θα διοχετευτεί ως οργανωμένη γραφή, εκεί είναι που δημιουργείται το πρόβλημα. Γιατί το υλικό από μόνο του δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να δώσει μια έτοιμη γραφή. Διότι ουσιαστικά δεν υπάρχει η απόσταση που να δημιουργεί έναν κόσμο αυθύπαρκτο.
Και εγώ βρέθηκα σ’ αυτό το δίλημμα ως εξής. Όταν ήθελα να γράψω κάτι από την πείρα την δικιά μου, βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα ότι αυτά τα πράγματα που μου έχουν συμβεί στην ζωή, μου είναι οικεία. Δηλαδή, δεν με ενδιαφέρουν και πάρα πολύ. Αυτό ήταν για μένα το μεγάλο πρόβλημα. Οπότε η λύση σε αυτό το θέμα ήταν να δημιουργήσω έναν κόσμο ο οποίος δεν με αφορούσε άμεσα. Κι αυτό το έκανα και με το δεύτερο μυθιστόρημα, τον «Θησαυρό του Ξέρξη».
Στο «Θησαυρό του Ξέρξη» το περιβάλλον δεν δηλώνεται σαφώς, είναι ένα αφηρημένο περιβάλλον.
- Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, ο ίδιος ο συγγραφέας να είναι μακριά από τον εαυτό του;
- Μα ακριβώς, είναι! Και αν δεν είναι, θα βαρεθεί ο ίδιος ο συγγραφέας να γράφει!
- Όμως, όλα αλλάζουν μαζί μας. Ακόμα και το παρελθόν μας δεν είναι χρόνος τετελεσμένος.
- Ακριβώς! Αλλάζουν οι παράμετροι. Όλα αυτά μπορούν να επισημοποιηθούν, αλλά είναι ο τρόπος που θα επισημοποιηθούν! Ο τρόπος!
- Εν τέλει ο τρόπος είναι τεχνική ή χαρακτήρας;
- Ο τρόπος είναι δύο πράγματα, αφ’ ενός η παράδοση γραφής και αφ’ ετέρου αυτά τα στοιχεία που βάζουμε εμείς μέσα. Και αυτό το κάνει με μοναδικό τρόπο ο Καβάφης. Ελληνολάτρης ο ποιητής αφ’ ενός, σκεπτικιστής απέναντι στην ιστορία, η οποία ιστορία είναι κοινή και αφ’ ετέρου εντελώς μέσα στα προσωπικά του. Είναι δύο διαφορετικές όψεις της μνήμης αυτές. Οι οποίες δύο διαφορετικές όψεις της μνήμης στον Καβάφη συνδυάζονται και δημιουργούν αυτό που είναι.
Και απ’ αυτή την άποψη ο Κουμανταρέας έχει δίκιο ότι πρέπει να υπάρχει μια δυικότητα μέσα στον καλλιτέχνη, ότι πρέπει να ζει δύο διαφορετικές ζωές, όπως υποστηρίζει. Γιατί η δυικότητα γράφει το έργο του, του δίνει έναυσμα. Με κάποιον τρόπο είναι, θα έλεγα, το στοιχείο αυτό το οποίο κάνει και κινείται η γραφή.
- Σε σας αυτό το στοιχείο ποιο είναι;
- Εγώ αναφέρομαι πάντα πλάγια στη ζωή μου. Ποτέ απ’ ευθείας. Αλλά είναι φανερό ότι υπάρχουνε στοιχεία αυτοβιογραφικά. Τώρα το ποια είναι, αυτά πρέπει να τα βρούνε οι κριτικοί. Θέλω πάντα η ζωή μου να υπάρχει πλάγια στο έργο μου. Και το ίδιο ισχύει και για τα ποιήματα. Δεν θα βρεις ένα ποίημα που να είναι άμεσα βιογραφικά ερωτικό. Μερικά θα βρεις περιστασιακά, όπως εκείνα που αναφέρονται στον θάνατο του παιδιού μου. Αλλά και πάλι, δεν δίνω στοιχεία κυριολεκτικά, πάντοτε μεταφορικά. Και γι’ αυτό εκείνα που γράφω δεν νομίζω, ας πούμε, ότι υπάρχει ένας τρόπος που να μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν άμεσα. Ούτε από μένα. Και δεν είναι θέμα του να κρύβει κανείς. Το να κρύβεις είναι το να δείχνεις. Είναι κι αυτό το παιχνίδι που γίνεται. Όπως κάνουν τα παιδιά το κρυφτό.
- Ένα ποίημα τι είναι; Δημιούργημα; Κομμάτι μας; Μέσα μας, έξω από μας και μας φλερτάρει; Πώς έρχεται ένα ποίημα;
- Έχουν ειπωθεί πολύ διαφορετικές απόψεις γι’ αυτό. Στον 20ο αιώνα θεωρήθηκε ότι το ποίημα εμφανίζεται μέσα από το υποσυνείδητο. Όπως έχει πει ο Μπρετόν ότι μια φράση χτυπάει το παράθυρο και θέλει να μπει. Κι αρχίζει κάτι από κει.
Τώρα, αυτό είναι μια άποψη. Κι ο ίδιος ο ποιητής μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικά στοιχεία. Π.χ. Πολλά ποιήματά μου ξεκινάνε από την πρώτη φράση. Μια φράση η οποία δημιουργεί την επόμενη, δημιουργεί την επόμενη κτλπ. Δηλαδή, δεν είναι υπάρχει προκαθορισμένο στοιχείο. Σε άλλα ποιήματα όπου υπάρχουν προκαθορισμένα στοιχεία είναι μια συνεχή επιλογή η οποία, βέβαια, δεν είναι καθαρά, ας πούμε, κλασικού τύπου.
Ο κάθε ποιητής, όμως, ενεργεί διαφορετικά. Ο Ελύτης είχε πει ότι για να γράψει, πρέπει να διαβάσει. Να μπει μέσα στην ατμόσφαιρα. Εμένα δεν μου έρχεται από την ανάγνωση, αλλά με έναν περίεργο τρόπο, για παράδειγμα, περπατώντας στο δρόμο. Σκέφτομαι κάτι, μια φράση, μια ιδέα. Και αυτό μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Ξαφνικά, δηλαδή, έτσι όπως το λέει ο Μπρετόν, κάτι χτυπάει την πόρτα μου. Και θα δούμε αν ανοίξει η πόρτα για να μπει ένα ποίημα. Γιατί καμία φορά δεν ανοίγει η πόρτα.
- «Αλίμονο σε μένα, με τι αδέξια υπεροψία/ έφτιαξα ρίμες εύκολες από μια σκέτη παρρησία». Γιατί γράφουμε και ξαναγράφουμε, κύριε Βαλαωρίτη;
- Αυτή είναι μια αυτοκριτική αφ’ ενός και αφ’ ετέρου μια σάτιρα γι’ αυτούς που θεωρούν ότι ο μόνος τρόπος να γράφει κανείς είναι με ρίμες. Γιατί υπάρχει αυτή η τάση σήμερα. Εγώ δεν είμαι εναντίον αυτού, αντιθέτως. Είναι και πάλι αναλόγως του πώς γράφει κανείς. Και, νομίζω, ότι οι περισσότεροι έχουνε κάνει και μια λάθος εκτίμηση του τι σημαίνει ουσιαστικά ελεύθερος στίχος. Αυτή η αίσθηση για τον ελεύθερο στίχο είναι πάρα πολύ απατηλή. Διότι δεν υπάρχουν ελεύθεροι στίχοι. Οι ποιητές που γράφουν τα καλύτερα ποιήματα σε άνισους στίχους είναι συνήθως ποιητές που γράφουν με μεγάλη συνείδηση του τι είναι ο στίχος. Και θα φέρω ένα παράδειγμα που είναι ο Εμπειρίκος. Οι στίχοι του είναι παρμένοι από κλασικά ελληνικά μέτρα. Οι περισσότεροι νέοι ποιητές – δεν λέω όλοι- γράφουνε με πεζολογικό τρόπο, νομίζοντας ότι ο Σεφέρης εγκαινίασε μια πεζολογία η οποία επιτρέπεται στον ποιητή. Ενώ δεν επιτρέπεται. Διότι και ο Σεφέρης έχει πάρει τους στίχους του από πάρα πολλά στοιχεία της κλασικής παράδοσης, από τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη… και συνδυάζει τους ρυθμούς αυτούς με μουσικότητα.
Εάν δεν έχεις μια πείρα αρκετά προχωρημένη δεν μπορείς να γράψεις ένα ποίημα με άνισο στίχο, είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
- Κι εσείς που προσεγγίζετε ταυτόχρονα το ποιητικό σώμα αλλά γνωρίζετε και την ανατομία του, τι κερδίζετε και τι χάνετε από αυτή την ταυτόχρονη ικανότητα – γνώση;
- Εγώ είμαι υπέρ του να διδάσκεται η ποίηση. Βέβαια, στην Αμερική υπερβάλουν κάπως. Γιατί έχει δημιουργηθεί αυτό το σύστημα της δημιουργικής γραφής, όπου διδάσκονται οι φοιτητές να γράφουν σωστά τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ποιήματα καλογραμμένα, αλλά άδεια. Δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας που είπα. Αλλά είναι καλοφτιαγμένα.
Όλο αυτό, όμως, που γίνεται στην Αμερική δεν οδηγεί στην ενδιαφέρουσα ποίηση, οδηγεί μάλλον σε έναν καινούργιο συντηρητισμό, μοντέρνο, όχι μοντερνιστικό, δηλαδή. Μοντέρνο συντηρητισμό όπου γράφονται διάφορα ποιήματα με ένα, ας πούμε, επιφανειακό τρόπο.
Μπορούσα κάλλιστα να κάνω ένα βιβλίο κριτικής για όλα τα ποιήματά μου. Αυτό το ‘χουν κάνει οι ποιητές και λέγεται η Ποιητική τους.
- Ενώ έχετε κάνει τόσα πράγματα για την Ελλάδα και τους Έλληνες ποιητές και παρ’ ότι είστε τόσο γνωστός στο εξωτερικό, απέναντι στο έργο σας αντιδρά κάπως αμήχανα η χώρα μας. Η δουλειά σας απαιτεί μυημένο αναγνώστη;
- Ασφαλώς! Έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο Τζον Κόλντερ. Ένας εκδότης δύσκολων έργων στην Αγγλία, που έχει δημοσιεύσει όλους αυτούς τους συγγραφείς οι οποίοι θεωρούνται μη εμπορικοί. Λοιπόν είπε το εξής, ότι πραγματικά η υψηλή λογοτεχνία απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό. Κι αυτό πάντα ήταν έτσι. Εκτός ίσως από εποχές όπου υπήρχε ένας κοινός μύθος.
Η δική μας περίοδος η σημερινή χρειάζεται κάποια μύηση. Δεν γίνεται διαφορετικά. Κι εγώ όταν ξεκίνησα να γράφω, νομίζετε ότι ήξερα ως έφηβος τι έγραφα; Δεν ήξερα! Αλλά ήμουνα τυχερός να βρεθώ με εκείνους τους ποιητές του ‘30. Με τον Σεφέρη, τον γνώρισα, γίναμε φίλοι, με τον Ελύτη, με τον Γκάτσο, με τον Εγγονόπουλο… Και ιδίως ο Ελύτης και ο Γκάτσος στην αλληλογραφία τους με βοήθησαν κάνοντας σχόλια.
Δεν νομίζω να μπορεί εκ του μηδενός να βγει κάτι. Πρέπει να υπάρχει κάποια επαφή με κάποιον, για να μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί μια προσωπικότητα.
Τώρα, επειδή εγώ λείπω πάρα πολλά χρόνια, τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου λείπω από την Ελλάδα, έχω γράψει αγγλικά, έχω γράψει γαλλικά, έχω πολυσχιδές έργο το οποίο είναι άγνωστο εδώ.
Τώρα, για την ποίησή μου δεν είναι εύκολη ποίηση. Είναι μια ποίηση, όπως είπα πλάγια, η οποία ασχολείται θεματογραφικά με παιγνιώδη τρόπο σε διάφορα είδη και αυτό νομίζω δημιουργεί κάποια απορία στους έλληνες αναγνώστες. Γιατί, νομίζω, ότι δεν είναι και πολύ συνηθισμένοι σε τέτοια έργα.
Υπάρχει και με μια κριτική αντίληψη τρέχουσα η οποία είναι άθλια. Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος τόσο ανάστατος και ανερμάτιστος που δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει το πράγμα, δεν έχεις ιδέα. Είναι σα να οδεύουμε στο σκοτάδι. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποια φωτεινά σημεία που μας δείχνουν ότι μπορούμε να οδηγήσουμε το σκάφος και μέσα στο σκοτάδι.
Δεν θέλω να φαίνομαι δασκαλίστικος, γιατί δεν μου αρέσει να επιβάλω αυτό που κάνω- να γράφουν σαν εμένα- θέλω όμως να μοιράζονται τις γνώσεις μου, να μοιράζονται αυτά που ξέρω. Και γι’ αυτό με ενδιαφέρει να βγάζω περιοδικά, για να βοηθάω άλλους να καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτή την γενικευμένη άγνοια η οποία υπάρχει.
Εδώ στην Ελλάδα ζούμε στην απόλυτη άγνοια. Και καμιά φορά είναι να απορεί κανείς πως βγαίνει και ένα έργο, δηλαδή. Είναι σαν ένα θαύμα.
Όσο για μένα προσωπικά, εκείνο που μου έχει γίνει εμπόδιο είναι το όνομά μου. Αν ήμουν ένας τελείως άγνωστος θα ήταν πιο εύκολο, γιατί με ταυτίζουν με τον ποιητή τον πρόγονο. Με τον οποίο δεν έχω άμεση σχέση. Έχω γράψει, βέβαια, σε μια επιλογή που έχω κάνει στο έργο του, διότι θεωρώ ότι έχει αδικηθεί ως ρομαντικός. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο ένα φερέφωνο του Ουγκώ, όπως τον φέρουν καμιά φορά. Υπάρχει μια κριτική τύφλα εδώ στην Ελλάδα και αυτό, νομίζω, γίνεται γιατί δεν είναι γνωστές πολύ οι συνθήκες του ρομαντισμού στην Ευρώπη για να μπορεί να κρίνει κανείς έναν δικό μας ποιητή. Γι’ αυτό λέω ότι οι γνώσεις χρειάζονται για να μπορεί να έχει κανείς μια σωστή άποψη των πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, το όνομά μου έγινε εμπόδιο. Και επειδή έλειπα δεν είχα και πολλές επαφές με πολύ κόσμο.
- Τα κολάζ που υπάρχουν στην ποιητική συλλογή και είναι εκεί από το 1970, αποδεικνύουν ότι «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» ενυπήρχε μέσα σας. Πόσο σημαντικός είναι ο ορθός χρόνος;
- Γεγονός είναι ότι με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι με προβλήματα. Όπως π.χ. οι τυφλοί που κάνουνε Μπράιγ. ΄Εχω γράψει και ένα κομμάτι, η «Μέθοδος Μπράιγ» που είναι ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι.
Οι τυφλοί είναι μια εκπληκτική κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι έχουν την ικανότητα να βλέπουνε πιο βαθιά από κείνους που βλέπουνε. Διότι αισθάνονται τα πράγματα στην γενικότητά τους. Πιάνουνε όλη την ατμόσφαιρα. Αυτό είναι που οδήγησε τους αρχαίους να λένε ότι οι τυφλοί είναι προφήτες. Και έχουμε τον Τειρεσία, έχουμε τον Ομηρο τον μεγάλο ποιητή…
- Είναι μια τέτοιου είδους επιδίωξη αυτή εδώ η ποιητική συλλογή; «Παίζω επικίνδυνα παιχνίδια», «το τηλέφωνο βάρυνε», «έξω χαλάει ο κόσμος από διαδηλώσεις και γραπτά», «τι έκανα παρακαλώ Θεέ μου για να μου λάχει μια τέτοια θύελλα αναμνήσεων;» «προσπαθώ να σβήσω τον εαυτό μου από τούτο το τεφτέρι», «μετατοπίζομαι διαρκώς κοιτάζοντας πίσω μου», «η φωνή μου ακούγεται ολοένα πιο απόμακρη θρυμματισμένη βραδύγλωσση ξένη»… «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» για μια γλώσσα πιο σωματική, πιο ουσιαστική, για μια εκ θεμελίων νέα γλώσσα, κύριε Βαλαωρίτη; Σα να είναι, δηλαδή, τριγύρω το χάος κι εμείς να προσπαθούμε να στήσουμε τα γράμματα από την αρχή.
- Μα το λέτε πολύ καλά! Τελικά είναι μια πρωτότυπη ιδέα για το βιβλίο αυτό που σας την οφείλω!
- «Η απουσία του εγώ είναι το σπαθί μου». Με ταπεινότητα προσεγγίζεται η τέχνη; Και πόσο εφικτό είναι να εξαφανιστεί το εγώ του ποιητή από το ποίημα;
- Αυτό που είπε ο Σωκράτης «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» είναι ταπεινότητα αφ’ ενός, αλλά αφ’ ετέρου είναι και μια συνείδηση του τι είναι. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν είναι το παν. O άνθρωπος είναι ένα ευάλωτο πλάσμα που υπάρχει μέσα στην αδυναμία του και όχι μέσα στη δύναμή του. Αυτοί που επιχειρούν να εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως παντοδύναμους είναι οι πιο αδύναμοι. Και η ταπεινότητα είναι αυτό που μας οδηγεί στο να μη θεωρούμε ότι είμαστε το παν, αλλά ότι οι άλλοι είναι εκείνοι που μας συνθέτουν. Αυτοί οι άλλοι που αγαπούμε.
Όσο για το εγώ, ξέρουμε καλά πόσο αυτό το εγώ παρασέρνει τους ανθρώπους σε φοβερές αδικίες και βέβαια εις βάρος τους, τελικά. Ο Οδυσσέας στην σπηλιά του Κύκλωπα που λέει ότι είναι Κανένας, εκεί τα λέει όλα. Δηλαδή, ο Κύκλωπας ο οποίος έχει όλη τη δύναμη στα χέρια του και μπορούσε να τους εξοντώσει, καθηλώνεται μπροστά σε έναν που λέει ότι δεν είναι τίποτα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921.
Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης.
Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.
Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα εξής έργα του:
Ποίηση:
«Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη», Ικαρος, 1979
«Η Πουπουλένια εξομολόγηση», Ικαρος, 1982
«Στο κάτω κάτω της γραφής», Νεφέλη (εξαντλημένο)
«Ο έγχρωμος στυλογράφος», Δωδώνη, 1986
«Ποιήματα Ι», Υψιλον, 1987
«Ποιήματα ΙΙ», (εξαντλημένο)
«Ανιδεογράμματα», Καστανιώτης, 1996
«Ηλιος, ο Δήμιος μιας πράσινης σκέψης», Καστανιώτης, 1996
«Αλληγορική Κασσάνδρα», Καστανιώτης, 1998
«Η κάθοδος των Μ.», Υψιλον, 2002
«Μια αλφάβητος κωφαλάλων» (ποίηση με κολάζ), Αγκυρα, 2004
Πεζά:
«Ο προδότης του γραπτού λόγου», Ικαρος, 1980
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», Νεφέλη, 1982
«Ο θησαυρός του Ξέρξη», Εστία, 1984, Άγκυρα, 2008
«Η δολοφονία», Θεμέλιο, 1984
«Η ζωή μου μετά θάνατον», Νεφέλη, 1995
«Παραμυθολογία», Νεφέλη, 1996
«Ο σκύλος του Θεού», Καστανιώτης, 1998
«Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου», Αγρα, 2002
Δοκίμια:
«Ανδρέας Εμπειρίκος», Υψιλον, 1989
«Για μια θεωρία της γραφής», Εξάντας, 1990
«Μοντερνισμός, πρωτοπορία και πάλι», Καστανιώτης, 1997
«Όχι, έτσι πήρα! Να σ’ ακούσω. Γιατί;»
Έπλενα τα δόντια μου όταν κτύπησε το κινητό. Με τις οδοντόκρεμες, μίλησα. «Μάκης», είδα.
Δεν του είπα ούτε καλημέρα.
Με έχουν συνηθίσει όταν μου τηλεφωνούν, «να συντρέχει λόγος». Συνήθως κάτι να μου αναθέτουν, υπενθυμίζουν, ζητούν. Κάτι να έχω παραλείψει, να πρέπει να προλάβω, να θυμηθώ να…
Το «γιατί έτσι» - την ώρα που τρέχεις σαν και την παλαβή για να προλάβεις τις «αιτήσεις» μπορεί μέχρι και να το παρεξηγήσεις.
«Γιατί μιλάς έτσι, ακόμα κρυωμένη;»
Το θυμόταν. Τα έχασα. Και το πρόσεξε.
Τον ξέρω τόσα χρόνια, ασυνείδητα ήθελα δεν ήθελα, μου βγήκε ανελέητη ειλικρίνεια: «Τίποτα, έπλενα τα δόντια μου, ξαφνιάστηκα κιόλας που απλώς με πήρες έτσι».
«Θέλεις να τα ξεπλύνεις;»
«Όχι, την κατάπια την οδοντόκρεμα».
Αμηχανία μπροστά στο αυτονόητο. Είναι μεσημεριάτικο… πρωινό, έχει ήλιο, και ένας φίλος που με ξέρει εδώ και… ε θα τα μετρήσω, τριάντα χρόνια, με θυμήθηκε.
Ένας φίλος που γνωρίζει τα δεκαοχτώ μου και τα είκοσι, δεν με βαρέθηκε ακόμα, δεν θέλει κάτι από μένα, έτσι απλώς ήταν πρωί, είχε ήλιο, ήταν καλά, και με θυμήθηκε.
Θυμήθηκα ότι έχουμε αγαπηθεί, συμφωνήσει, διαφωνήσει, σκοτωθεί, χίλιες φορές χωρίσει, ανοίξει, κλείσει εφημερίδες, και ότι αντέχουμε ακόμη.
Εχθές που συζητούσαμε με την Ιουστίνη και τον Αλέξανδρο για τα Ιόνια Νησιά και για τον Νάνο, θυμάμαι ότι τον σκέφτηκα. Θυμήθηκα ότι τον κύριο Νάνο Βαλαωρίτη τον γνώρισα στην Κέρκυρα ένα καλοκαίρι με καύσωνα, σε ημερίδα που το είχε κάνει ο «Πόρφυρας» κι εγώ παρίστανα στης φίλης μου της Ρένας την «Κυρία με το σκυλάκι». Θυμήθηκα ότι το βιβλίο αυτό του Τσέχωφ ο Μάκης μου το χάρισε, το καλοκαίρι που έφευγε για το νησί του. Σκέφτηκα ότι πάει, πέρασαν τα χρόνια και εντάξει, στο δίπλα τραπέζι η Μπέτυ Αρβανίτη η πρώτη μου θεατρική συνέντευξη στην πρώτη της παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. ε τι έγινε που τα θυμήθηκα. Όμως, την είδα ότι όταν χαιρετηθήκαμε και αναγνωριστήκαμε σα να μην πέρασε ούτε μέρα... Και πριν καλοξυπνήσω, την ώρα που έπλενα τα δόντια μου, ντριιιν! να ‘σου και ο άλλος! «Γιατί έτσι», «χωρίς τίποτα», «έτσι επειδή σήμερα που είχε ήλιο, ξύπνησα κι εγώ και σε θυμήθηκα!»
Θυμήθηκα, λοιπόν, κι εγώ ετούτη τη συνέντευξη με τον κύριο Νάνο, και του την αφιερώνω, σας την αφιερώνω.
Του Μάκη, ναι;
Για την ασφάλεια των χρόνων, έτσι σκέφτηκα.
Και, επειδή, για να επανέρχονται οι φίλοι οι παλιοί, μάλλον τίποτα δεν πάει χαμένο.
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: O διαμαντένιος γαληνευτής
«Πήρε το έργο του, αλλά όχι τον εαυτό του στα σοβαρά», «Με την ποιητική του γραφή μετατρέπει την πραγματικότητα σε ένα τεράστιο εργοστάσιο της στοιχειώδους ζωής», «ο ποιητής χειρίζεται το λόγο σαν ένας μικρός θεός’ λέει κι ο κόσμος γίνεται»… Είναι ελάχιστα απ’ όσα έχουν γραφτεί για τον έλληνα ποιητή που γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921, κουβαλά στο οικογενειακό του φορτίο τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε φίλος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, σχετίστηκε στενά με τον Μπρετόν, παντρεύτηκε την ζωγράφο Marie Wilson, έζησε στην Αγγλία, στην Γαλλία και στην Αμερική, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, πήρε τρία κρατικά βραβεία κι ένα βραβείο του Ν.P.A (Αμερικάνικη Εταιρία Ποίησης), δημιούργησε τα περιοδικά «Πάλι» και «Συντέλεια», οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού και έκανε γνωστούς τους Ελληνες ποιητές στο εξωτερικό.
«Ο διαμαντένιος γαληνευτής», όπως έχουν αποκαλέσει τον Νάνο Βαλαωρίτη και του οποίου κυκλοφορούν ήδη στην Ελλάδα οκτώ ποιητικές συλλογές, οκτώ πεζογραφήματα και τρία δοκιμιακά βιβλία, αυτή την εποχή κυκλοφόρησε ένα ακόμα ποιητικό του βιβλίο. «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» ο τίτλος, εκδοτικός του οίκος η «Άγκυρα», και στα περιεχόμενά του ποίηση και εικόνα αυτή την φορά. Τα κολάζ του ποιητή τα οποία κατά την δεκαετία του 1970 είχαν εκτεθεί σε μια μικρή γκαλερί του Σαν Φρανσίσκο.
Από τους σημαντικότερους υπερρεαλιστές ποιητές του καιρού μας, αναγνωρίζει ότι η ποίησή του απαιτεί μυημένο αναγνωστικό κοινό. Η υψηλή λογοτεχνία, εξάλλου, απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό.
Συζητώντας μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι η σπουδαία τέχνη εκτός από γνώση και ταλέντο, απαιτεί κόπο, πολλή δουλειά και ταπείνωση. Με αυτό το σκεπτικό ενδεχομένως ο Νάνος Βαλαωρίτης και να έγραψε κάποτε την «Μέθοδο Μπράιγ».
- Γιατί «Μια αλφάβητος των κωφαλάλων» τώρα, κύριε Βαλαωρίτη; Σήμερα;
- Ένα βιβλίο βγαίνει συνήθως με συγκυρίες πολλές. Δεν ήταν με ένα σχέδιο προετοιμασμένο εκ των προτέρων. Είχα αυτά τα κολάζ, τα έχω από την Αμερική όπου έγινε μια μικρή έκθεση στο Σαν Φραντσίσκο, και όταν η Αναστασία (των εκδόσεων Αγκυρα) μου ζήτησε να μου βγάλει κάτι, της λέω, κοίταξε, υπάρχουν αυτά τα κολάζ, μπορώ να σου κάνω ένα βιβλίο και να τα συνδέσω με ποιήματα.
Όσο για τη σχέση των ποιημάτων με τα κολάζ είναι ανταποκρίσεις σε λεπτομέρειες. Μέσα στο κείμενα βρίσκει κανείς αναφορές σε έναν κουφό, σε κούκλες, σε διάφορα τέτοια.
- Και σε έναν κόσμο όπου όλα έχουν ξαναειπωθεί, πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος, κύριε Βαλαωρίτη;
- Τώρα τελευταία γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις και με πολεμική διάθεση για το τέλος του μοντερνισμού. Πολλοί λένε ότι ο μοντερνισμός τελείωσε και όλα αυτά. Ναι, σύμφωνοι, λοιπόν, τελείωσε. Αλλά τι τελείωσε; Πρώτα- πρώτα ο μοντερνισμός δεν είναι ένα πράγμα, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο, αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου, τίποτα ουσιαστικά δεν τελειώνει. Και οι διάφοροι μοντερνισμοί ουσιαστικά είναι ο τρόπος της μορφής του εικοστού αιώνα.
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν πιστεύω να υπάρχει ουσιαστικά ένας μόνος τρόπος γραφής αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δεν πιστεύω ότι όλοι οι συγγραφείς είναι το ίδιο. Δηλαδή, τελευταία ο Κουμανταρέας σε μια συνέντευξη λέει ότι τελείωσε ο μοντερνισμός, και γιατί μερικοί επιμένουν να γράφουν έτσι.
Εγώ δεν βλέπω τίποτα να τελειώνει, απλώς γίνεται μια μεταλλαγή στα ονόματα. Και αυτά τα ονόματα των ειδών, έχουνε συνήθως θεωρητική αξία, περισσότερο για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι διδάσκουν στους φοιτητές και έχουν εφεύρει και το μεταμοντέρνο. Γιατί το μεταμοντέρνο είναι ουσιαστικά η συνέχεια του μοντέρνου με άλλον τρόπο.
Πολύ μικρή η διαφορά για να πούμε ότι υπάρχει κάτι το καινούργιο, το διαφορετικό.
Μέσα στον μοντερνισμό υπάρχουν πολλά είδη γραφής. Δεν είναι μόνο το ημερολογιακό, υπάρχει και το επιστολικό μυθιστόρημα, το φανταστικό σε σχέση με το ρεαλιστικό… Όλα αυτά, βέβαια, διασταυρώνονται. Δεν μπορείς να πεις ότι ένα πράγμα υπήρξε και τελείωσε έτσι μονοκόμματα. Εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε την τάση να κάνουμε δογματικές διατυπώσεις για τα θέματα αυτά.
Εδώ υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία και στην Αμερική και στη Γαλλία και στην Αγγλία τα οποία έχουν μεικτά είδη γραφής. Άλλωστε αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Ένα μεικτό δείγμα γραφής.
- Παίζετε, κιόλας, με τα είδη.
- Ναι, παίζω. Παίζω με τα είδη και με το ύφος και με το στυλ. Αυτό το κάνω συνέχεια. Νομίζω, ότι οι σημαντικοί συγγραφείς γράφουνε με οποιονδήποτε τρόπο. Είτε με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο, θα ξεχωρίζουν. Δεν έχει σημασία πώς γράφεις, σημασία έχει το ταλέντο του συγγραφέα. Αν θα μπορέσει σε αυτό το είδος, με αυτή την τεχνική που διαλέγει, να κάνει κάτι το σημαντικό.
Υπάρχουν πολλά μέτρια μοντερνιστικά, όπως υπάρχουν και πολλά μέτρια ρεαλιστικά. Σωρός από τέτοια βγαίνουνε και τα βλέπουμε συχνά, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
- Και εν τέλει, αυτός ο τρόπος, τι είναι κύριε Βαλαωρίτη; Εφεύρεση, επιδίωξη, χαρακτήρας… Τι εφεύρατε, δηλαδή, και τι ήδη κουβαλούσατε μέσα σας; Θέλω να πω, επιλέγουμε τον τρόπο που γράφουμε ή μας επιλέγει;
- Και τα δύο. Δηλαδή, όταν άρχισα να γράφω και έβγαλα «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», βγήκε μια δεύτερη έκδοση με έναν μικρό πρόλογο για τους αναγνώστες, για να καταλάβουν γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο έτσι. Εκεί είχα την εξής παρατήρηση που είχα κάνει. Πρώτα- πρώτα δεν έχουμε μεγάλη παράδοση μυθιστορήματος στην Ελλάδα, όπως έχουν οι Ρώσοι, οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι. Εμείς ξεκινάμε ουσιαστικά την δεκαετία του ‘30 που εγκαθιδρύεται το ελληνικό μυθιστόρημα. Και επειδή δεν έχομε αυτή την παράδοση, πρέπει να την δημιουργήσουμε. Γιατί πρέπει να ανατρέξομε κάπου, όπου μπορούμε, να συνδεθούμε με κάτι στο παρελθόν. Μιλάμε για την ελληνική γραμματεία μεσ’ στους αιώνες. Και η μόνη συνέχεια που μπορούμε να έχουμε είναι πριν από 2.000 χρόνια. Δηλαδή, είναι τα μυθιστορήματα του Λουκιανού, το ελληνορωμαικό μυθιστόρημα, το Σατυρικό του Πετρώνιου, είναι μυθιστορήματα ταξιδιωτικά.
Λοιπόν, στην Ελλάδα ουσιαστικά χωρίς παράδοση αφ’ ενός και χωρίς κοινωνική ενδοχώρα, εννοώ ότι είμαστε μικρό έθνος όπου όλοι γνωριζόμαστε με κάποιον τρόπο, το οικείο ξεπερνάει το ανοίκειο. Δηλαδή, είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσεις μιαν απόσταση για την γραφή από το οικείο. Και πολλές φορές σ’ αυτά που διαβάζουμε δεν καταφέρνουμε να διατηρήσουμε αυτή την απόσταση για να υπάρξει ένας κόσμος μυθοπλαστικός.
Ξέρετε, η μυθοπλασία δημιουργείται με την απόσταση. Δεν μπορεί να μιλάμε σα να βγαίνουμε απ’ την πόρτα μας και να συναντάμε την Βαγγελιώ, ξέρω ’γω, στην γειτονιά και να βγει μυθιστόρημα πειστικό. Είναι πολύ δύσκολο αυτό. Γι’ αυτό δεν πετυχαίνουν αυτά τα μυθιστορήματα τα σημερινά τα οποία προσπαθούν να κάνουν ηθογραφία των πόλεων. Επειδή όλοι αυτοί οι συγγραφείς βλέπει κανείς ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το υποκειμενικό. Χρειάζεται μια απόσταση περίεργη που να σου δημιουργήσει αυτή την αίσθηση. Και ουσιαστικά είναι μια τεχνική όλο αυτό. Αλλά αυτή την τεχνική δεν την γνωρίζουμε.
- Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι ο άνθρωπος που γράφει, ο άνθρωπος που ζωγραφίζει, που κάνει μουσική, ο καλλιτέχνης γενικά, εκ των πραγμάτων, είναι σε σύγκρουση με τον κόσμο, γιατί ουσιαστικά ζει σ’ ένα ανοίκειο κόσμο, δηλαδή, κουβαλά από μόνος του έναν κόσμο…
- Ναι, σωστό είναι αυτό. Ο καλλιτέχνης μοιραία αν είναι πραγματικά καλλιτέχνης, βρίσκεται σε αντίθεση με το περιβάλλον του. Αυτό είναι το ψυχολογικό υλικό. Πως θα διοχετευτεί ως οργανωμένη γραφή, εκεί είναι που δημιουργείται το πρόβλημα. Γιατί το υλικό από μόνο του δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να δώσει μια έτοιμη γραφή. Διότι ουσιαστικά δεν υπάρχει η απόσταση που να δημιουργεί έναν κόσμο αυθύπαρκτο.
Και εγώ βρέθηκα σ’ αυτό το δίλημμα ως εξής. Όταν ήθελα να γράψω κάτι από την πείρα την δικιά μου, βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα ότι αυτά τα πράγματα που μου έχουν συμβεί στην ζωή, μου είναι οικεία. Δηλαδή, δεν με ενδιαφέρουν και πάρα πολύ. Αυτό ήταν για μένα το μεγάλο πρόβλημα. Οπότε η λύση σε αυτό το θέμα ήταν να δημιουργήσω έναν κόσμο ο οποίος δεν με αφορούσε άμεσα. Κι αυτό το έκανα και με το δεύτερο μυθιστόρημα, τον «Θησαυρό του Ξέρξη».
Στο «Θησαυρό του Ξέρξη» το περιβάλλον δεν δηλώνεται σαφώς, είναι ένα αφηρημένο περιβάλλον.
- Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, ο ίδιος ο συγγραφέας να είναι μακριά από τον εαυτό του;
- Μα ακριβώς, είναι! Και αν δεν είναι, θα βαρεθεί ο ίδιος ο συγγραφέας να γράφει!
- Όμως, όλα αλλάζουν μαζί μας. Ακόμα και το παρελθόν μας δεν είναι χρόνος τετελεσμένος.
- Ακριβώς! Αλλάζουν οι παράμετροι. Όλα αυτά μπορούν να επισημοποιηθούν, αλλά είναι ο τρόπος που θα επισημοποιηθούν! Ο τρόπος!
- Εν τέλει ο τρόπος είναι τεχνική ή χαρακτήρας;
- Ο τρόπος είναι δύο πράγματα, αφ’ ενός η παράδοση γραφής και αφ’ ετέρου αυτά τα στοιχεία που βάζουμε εμείς μέσα. Και αυτό το κάνει με μοναδικό τρόπο ο Καβάφης. Ελληνολάτρης ο ποιητής αφ’ ενός, σκεπτικιστής απέναντι στην ιστορία, η οποία ιστορία είναι κοινή και αφ’ ετέρου εντελώς μέσα στα προσωπικά του. Είναι δύο διαφορετικές όψεις της μνήμης αυτές. Οι οποίες δύο διαφορετικές όψεις της μνήμης στον Καβάφη συνδυάζονται και δημιουργούν αυτό που είναι.
Και απ’ αυτή την άποψη ο Κουμανταρέας έχει δίκιο ότι πρέπει να υπάρχει μια δυικότητα μέσα στον καλλιτέχνη, ότι πρέπει να ζει δύο διαφορετικές ζωές, όπως υποστηρίζει. Γιατί η δυικότητα γράφει το έργο του, του δίνει έναυσμα. Με κάποιον τρόπο είναι, θα έλεγα, το στοιχείο αυτό το οποίο κάνει και κινείται η γραφή.
- Σε σας αυτό το στοιχείο ποιο είναι;
- Εγώ αναφέρομαι πάντα πλάγια στη ζωή μου. Ποτέ απ’ ευθείας. Αλλά είναι φανερό ότι υπάρχουνε στοιχεία αυτοβιογραφικά. Τώρα το ποια είναι, αυτά πρέπει να τα βρούνε οι κριτικοί. Θέλω πάντα η ζωή μου να υπάρχει πλάγια στο έργο μου. Και το ίδιο ισχύει και για τα ποιήματα. Δεν θα βρεις ένα ποίημα που να είναι άμεσα βιογραφικά ερωτικό. Μερικά θα βρεις περιστασιακά, όπως εκείνα που αναφέρονται στον θάνατο του παιδιού μου. Αλλά και πάλι, δεν δίνω στοιχεία κυριολεκτικά, πάντοτε μεταφορικά. Και γι’ αυτό εκείνα που γράφω δεν νομίζω, ας πούμε, ότι υπάρχει ένας τρόπος που να μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν άμεσα. Ούτε από μένα. Και δεν είναι θέμα του να κρύβει κανείς. Το να κρύβεις είναι το να δείχνεις. Είναι κι αυτό το παιχνίδι που γίνεται. Όπως κάνουν τα παιδιά το κρυφτό.
- Ένα ποίημα τι είναι; Δημιούργημα; Κομμάτι μας; Μέσα μας, έξω από μας και μας φλερτάρει; Πώς έρχεται ένα ποίημα;
- Έχουν ειπωθεί πολύ διαφορετικές απόψεις γι’ αυτό. Στον 20ο αιώνα θεωρήθηκε ότι το ποίημα εμφανίζεται μέσα από το υποσυνείδητο. Όπως έχει πει ο Μπρετόν ότι μια φράση χτυπάει το παράθυρο και θέλει να μπει. Κι αρχίζει κάτι από κει.
Τώρα, αυτό είναι μια άποψη. Κι ο ίδιος ο ποιητής μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικά στοιχεία. Π.χ. Πολλά ποιήματά μου ξεκινάνε από την πρώτη φράση. Μια φράση η οποία δημιουργεί την επόμενη, δημιουργεί την επόμενη κτλπ. Δηλαδή, δεν είναι υπάρχει προκαθορισμένο στοιχείο. Σε άλλα ποιήματα όπου υπάρχουν προκαθορισμένα στοιχεία είναι μια συνεχή επιλογή η οποία, βέβαια, δεν είναι καθαρά, ας πούμε, κλασικού τύπου.
Ο κάθε ποιητής, όμως, ενεργεί διαφορετικά. Ο Ελύτης είχε πει ότι για να γράψει, πρέπει να διαβάσει. Να μπει μέσα στην ατμόσφαιρα. Εμένα δεν μου έρχεται από την ανάγνωση, αλλά με έναν περίεργο τρόπο, για παράδειγμα, περπατώντας στο δρόμο. Σκέφτομαι κάτι, μια φράση, μια ιδέα. Και αυτό μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Ξαφνικά, δηλαδή, έτσι όπως το λέει ο Μπρετόν, κάτι χτυπάει την πόρτα μου. Και θα δούμε αν ανοίξει η πόρτα για να μπει ένα ποίημα. Γιατί καμία φορά δεν ανοίγει η πόρτα.
- «Αλίμονο σε μένα, με τι αδέξια υπεροψία/ έφτιαξα ρίμες εύκολες από μια σκέτη παρρησία». Γιατί γράφουμε και ξαναγράφουμε, κύριε Βαλαωρίτη;
- Αυτή είναι μια αυτοκριτική αφ’ ενός και αφ’ ετέρου μια σάτιρα γι’ αυτούς που θεωρούν ότι ο μόνος τρόπος να γράφει κανείς είναι με ρίμες. Γιατί υπάρχει αυτή η τάση σήμερα. Εγώ δεν είμαι εναντίον αυτού, αντιθέτως. Είναι και πάλι αναλόγως του πώς γράφει κανείς. Και, νομίζω, ότι οι περισσότεροι έχουνε κάνει και μια λάθος εκτίμηση του τι σημαίνει ουσιαστικά ελεύθερος στίχος. Αυτή η αίσθηση για τον ελεύθερο στίχο είναι πάρα πολύ απατηλή. Διότι δεν υπάρχουν ελεύθεροι στίχοι. Οι ποιητές που γράφουν τα καλύτερα ποιήματα σε άνισους στίχους είναι συνήθως ποιητές που γράφουν με μεγάλη συνείδηση του τι είναι ο στίχος. Και θα φέρω ένα παράδειγμα που είναι ο Εμπειρίκος. Οι στίχοι του είναι παρμένοι από κλασικά ελληνικά μέτρα. Οι περισσότεροι νέοι ποιητές – δεν λέω όλοι- γράφουνε με πεζολογικό τρόπο, νομίζοντας ότι ο Σεφέρης εγκαινίασε μια πεζολογία η οποία επιτρέπεται στον ποιητή. Ενώ δεν επιτρέπεται. Διότι και ο Σεφέρης έχει πάρει τους στίχους του από πάρα πολλά στοιχεία της κλασικής παράδοσης, από τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη… και συνδυάζει τους ρυθμούς αυτούς με μουσικότητα.
Εάν δεν έχεις μια πείρα αρκετά προχωρημένη δεν μπορείς να γράψεις ένα ποίημα με άνισο στίχο, είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
- Κι εσείς που προσεγγίζετε ταυτόχρονα το ποιητικό σώμα αλλά γνωρίζετε και την ανατομία του, τι κερδίζετε και τι χάνετε από αυτή την ταυτόχρονη ικανότητα – γνώση;
- Εγώ είμαι υπέρ του να διδάσκεται η ποίηση. Βέβαια, στην Αμερική υπερβάλουν κάπως. Γιατί έχει δημιουργηθεί αυτό το σύστημα της δημιουργικής γραφής, όπου διδάσκονται οι φοιτητές να γράφουν σωστά τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ποιήματα καλογραμμένα, αλλά άδεια. Δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας που είπα. Αλλά είναι καλοφτιαγμένα.
Όλο αυτό, όμως, που γίνεται στην Αμερική δεν οδηγεί στην ενδιαφέρουσα ποίηση, οδηγεί μάλλον σε έναν καινούργιο συντηρητισμό, μοντέρνο, όχι μοντερνιστικό, δηλαδή. Μοντέρνο συντηρητισμό όπου γράφονται διάφορα ποιήματα με ένα, ας πούμε, επιφανειακό τρόπο.
Μπορούσα κάλλιστα να κάνω ένα βιβλίο κριτικής για όλα τα ποιήματά μου. Αυτό το ‘χουν κάνει οι ποιητές και λέγεται η Ποιητική τους.
- Ενώ έχετε κάνει τόσα πράγματα για την Ελλάδα και τους Έλληνες ποιητές και παρ’ ότι είστε τόσο γνωστός στο εξωτερικό, απέναντι στο έργο σας αντιδρά κάπως αμήχανα η χώρα μας. Η δουλειά σας απαιτεί μυημένο αναγνώστη;
- Ασφαλώς! Έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο Τζον Κόλντερ. Ένας εκδότης δύσκολων έργων στην Αγγλία, που έχει δημοσιεύσει όλους αυτούς τους συγγραφείς οι οποίοι θεωρούνται μη εμπορικοί. Λοιπόν είπε το εξής, ότι πραγματικά η υψηλή λογοτεχνία απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό. Κι αυτό πάντα ήταν έτσι. Εκτός ίσως από εποχές όπου υπήρχε ένας κοινός μύθος.
Η δική μας περίοδος η σημερινή χρειάζεται κάποια μύηση. Δεν γίνεται διαφορετικά. Κι εγώ όταν ξεκίνησα να γράφω, νομίζετε ότι ήξερα ως έφηβος τι έγραφα; Δεν ήξερα! Αλλά ήμουνα τυχερός να βρεθώ με εκείνους τους ποιητές του ‘30. Με τον Σεφέρη, τον γνώρισα, γίναμε φίλοι, με τον Ελύτη, με τον Γκάτσο, με τον Εγγονόπουλο… Και ιδίως ο Ελύτης και ο Γκάτσος στην αλληλογραφία τους με βοήθησαν κάνοντας σχόλια.
Δεν νομίζω να μπορεί εκ του μηδενός να βγει κάτι. Πρέπει να υπάρχει κάποια επαφή με κάποιον, για να μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί μια προσωπικότητα.
Τώρα, επειδή εγώ λείπω πάρα πολλά χρόνια, τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου λείπω από την Ελλάδα, έχω γράψει αγγλικά, έχω γράψει γαλλικά, έχω πολυσχιδές έργο το οποίο είναι άγνωστο εδώ.
Τώρα, για την ποίησή μου δεν είναι εύκολη ποίηση. Είναι μια ποίηση, όπως είπα πλάγια, η οποία ασχολείται θεματογραφικά με παιγνιώδη τρόπο σε διάφορα είδη και αυτό νομίζω δημιουργεί κάποια απορία στους έλληνες αναγνώστες. Γιατί, νομίζω, ότι δεν είναι και πολύ συνηθισμένοι σε τέτοια έργα.
Υπάρχει και με μια κριτική αντίληψη τρέχουσα η οποία είναι άθλια. Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος τόσο ανάστατος και ανερμάτιστος που δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει το πράγμα, δεν έχεις ιδέα. Είναι σα να οδεύουμε στο σκοτάδι. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποια φωτεινά σημεία που μας δείχνουν ότι μπορούμε να οδηγήσουμε το σκάφος και μέσα στο σκοτάδι.
Δεν θέλω να φαίνομαι δασκαλίστικος, γιατί δεν μου αρέσει να επιβάλω αυτό που κάνω- να γράφουν σαν εμένα- θέλω όμως να μοιράζονται τις γνώσεις μου, να μοιράζονται αυτά που ξέρω. Και γι’ αυτό με ενδιαφέρει να βγάζω περιοδικά, για να βοηθάω άλλους να καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτή την γενικευμένη άγνοια η οποία υπάρχει.
Εδώ στην Ελλάδα ζούμε στην απόλυτη άγνοια. Και καμιά φορά είναι να απορεί κανείς πως βγαίνει και ένα έργο, δηλαδή. Είναι σαν ένα θαύμα.
Όσο για μένα προσωπικά, εκείνο που μου έχει γίνει εμπόδιο είναι το όνομά μου. Αν ήμουν ένας τελείως άγνωστος θα ήταν πιο εύκολο, γιατί με ταυτίζουν με τον ποιητή τον πρόγονο. Με τον οποίο δεν έχω άμεση σχέση. Έχω γράψει, βέβαια, σε μια επιλογή που έχω κάνει στο έργο του, διότι θεωρώ ότι έχει αδικηθεί ως ρομαντικός. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο ένα φερέφωνο του Ουγκώ, όπως τον φέρουν καμιά φορά. Υπάρχει μια κριτική τύφλα εδώ στην Ελλάδα και αυτό, νομίζω, γίνεται γιατί δεν είναι γνωστές πολύ οι συνθήκες του ρομαντισμού στην Ευρώπη για να μπορεί να κρίνει κανείς έναν δικό μας ποιητή. Γι’ αυτό λέω ότι οι γνώσεις χρειάζονται για να μπορεί να έχει κανείς μια σωστή άποψη των πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, το όνομά μου έγινε εμπόδιο. Και επειδή έλειπα δεν είχα και πολλές επαφές με πολύ κόσμο.
- Τα κολάζ που υπάρχουν στην ποιητική συλλογή και είναι εκεί από το 1970, αποδεικνύουν ότι «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» ενυπήρχε μέσα σας. Πόσο σημαντικός είναι ο ορθός χρόνος;
- Γεγονός είναι ότι με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι με προβλήματα. Όπως π.χ. οι τυφλοί που κάνουνε Μπράιγ. ΄Εχω γράψει και ένα κομμάτι, η «Μέθοδος Μπράιγ» που είναι ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι.
Οι τυφλοί είναι μια εκπληκτική κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι έχουν την ικανότητα να βλέπουνε πιο βαθιά από κείνους που βλέπουνε. Διότι αισθάνονται τα πράγματα στην γενικότητά τους. Πιάνουνε όλη την ατμόσφαιρα. Αυτό είναι που οδήγησε τους αρχαίους να λένε ότι οι τυφλοί είναι προφήτες. Και έχουμε τον Τειρεσία, έχουμε τον Ομηρο τον μεγάλο ποιητή…
- Είναι μια τέτοιου είδους επιδίωξη αυτή εδώ η ποιητική συλλογή; «Παίζω επικίνδυνα παιχνίδια», «το τηλέφωνο βάρυνε», «έξω χαλάει ο κόσμος από διαδηλώσεις και γραπτά», «τι έκανα παρακαλώ Θεέ μου για να μου λάχει μια τέτοια θύελλα αναμνήσεων;» «προσπαθώ να σβήσω τον εαυτό μου από τούτο το τεφτέρι», «μετατοπίζομαι διαρκώς κοιτάζοντας πίσω μου», «η φωνή μου ακούγεται ολοένα πιο απόμακρη θρυμματισμένη βραδύγλωσση ξένη»… «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» για μια γλώσσα πιο σωματική, πιο ουσιαστική, για μια εκ θεμελίων νέα γλώσσα, κύριε Βαλαωρίτη; Σα να είναι, δηλαδή, τριγύρω το χάος κι εμείς να προσπαθούμε να στήσουμε τα γράμματα από την αρχή.
- Μα το λέτε πολύ καλά! Τελικά είναι μια πρωτότυπη ιδέα για το βιβλίο αυτό που σας την οφείλω!
- «Η απουσία του εγώ είναι το σπαθί μου». Με ταπεινότητα προσεγγίζεται η τέχνη; Και πόσο εφικτό είναι να εξαφανιστεί το εγώ του ποιητή από το ποίημα;
- Αυτό που είπε ο Σωκράτης «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» είναι ταπεινότητα αφ’ ενός, αλλά αφ’ ετέρου είναι και μια συνείδηση του τι είναι. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν είναι το παν. O άνθρωπος είναι ένα ευάλωτο πλάσμα που υπάρχει μέσα στην αδυναμία του και όχι μέσα στη δύναμή του. Αυτοί που επιχειρούν να εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως παντοδύναμους είναι οι πιο αδύναμοι. Και η ταπεινότητα είναι αυτό που μας οδηγεί στο να μη θεωρούμε ότι είμαστε το παν, αλλά ότι οι άλλοι είναι εκείνοι που μας συνθέτουν. Αυτοί οι άλλοι που αγαπούμε.
Όσο για το εγώ, ξέρουμε καλά πόσο αυτό το εγώ παρασέρνει τους ανθρώπους σε φοβερές αδικίες και βέβαια εις βάρος τους, τελικά. Ο Οδυσσέας στην σπηλιά του Κύκλωπα που λέει ότι είναι Κανένας, εκεί τα λέει όλα. Δηλαδή, ο Κύκλωπας ο οποίος έχει όλη τη δύναμη στα χέρια του και μπορούσε να τους εξοντώσει, καθηλώνεται μπροστά σε έναν που λέει ότι δεν είναι τίποτα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921.
Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης.
Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.
Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα εξής έργα του:
Ποίηση:
«Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη», Ικαρος, 1979
«Η Πουπουλένια εξομολόγηση», Ικαρος, 1982
«Στο κάτω κάτω της γραφής», Νεφέλη (εξαντλημένο)
«Ο έγχρωμος στυλογράφος», Δωδώνη, 1986
«Ποιήματα Ι», Υψιλον, 1987
«Ποιήματα ΙΙ», (εξαντλημένο)
«Ανιδεογράμματα», Καστανιώτης, 1996
«Ηλιος, ο Δήμιος μιας πράσινης σκέψης», Καστανιώτης, 1996
«Αλληγορική Κασσάνδρα», Καστανιώτης, 1998
«Η κάθοδος των Μ.», Υψιλον, 2002
«Μια αλφάβητος κωφαλάλων» (ποίηση με κολάζ), Αγκυρα, 2004
Πεζά:
«Ο προδότης του γραπτού λόγου», Ικαρος, 1980
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», Νεφέλη, 1982
«Ο θησαυρός του Ξέρξη», Εστία, 1984, Άγκυρα, 2008
«Η δολοφονία», Θεμέλιο, 1984
«Η ζωή μου μετά θάνατον», Νεφέλη, 1995
«Παραμυθολογία», Νεφέλη, 1996
«Ο σκύλος του Θεού», Καστανιώτης, 1998
«Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου», Αγρα, 2002
Δοκίμια:
«Ανδρέας Εμπειρίκος», Υψιλον, 1989
«Για μια θεωρία της γραφής», Εξάντας, 1990
«Μοντερνισμός, πρωτοπορία και πάλι», Καστανιώτης, 1997
Κέρκυρα κι εδώ. Κόρε Ύδρο. Το σπίτι. Εδώ που δεν έχουμε τραίνα.
Moha