«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΒΟΣΠΟΡΟΣ» της Λιλής Πρίφτη, Εκδ. «Μπιλιέτο», σελ. 359, τιμή: 25 ευρώ.
«Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε…»
«Δεν πρόλαβε να μοιραστεί σχεδόν τίποτα μαζί τους και αναρωτήθηκε μήπως δεν αγκάλιασε, παρά μόνο σκιές…»
«Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε, βασιλιάς χωρίς βασίλειο, αυτοκράτορας μιας πόλης καταδικασμένης, που θα την υπερασπιζόταν με το αίμα του»…
Κι όμως ήταν εκείνος που το ‘χε αποφασίσει:
«Την Πόλη, δεν την παραδίνω. Δεν έχω τέτοιο δικαίωμα ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος απ’ αυτούς που την κατοικούν. Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε και θα την υπερασπιστούμε, χωρίς να λογαριάσουμε τη ζωή μας».
Είχε, τελικά, αυτός αποφασίσει;
«Αν είναι να χαθεί η πόλη μου, θα χαθώ μαζί της».
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος τέλους που άλλαξε ροή στην ιστορία, επέλεξε για την καινούργια της μυθιστορία η συγγραφέας. Εφόσον «η πόλις εάλω» από την πρώτη σελίδα.
Και τα σημάδια, παντού, εμφανή.
Η Λιλή Πρίφτη είναι επιδέξια και τολμηρή πεζογράφος. Σε γεμίζει σασπένς για κάτι που ήδη γνωρίζεις απ’ την αρχή. Επιλέγοντας μια κομβική, μοιραία στιγμή της Ιστορίας για να μιλήσει για τα πάθη και τα λάθη τ’ ανθρώπινα που παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα σε κάθε εποχή: γέννηση, έρωτας, προδοσία, φόβος, μοναξιά, μοιραίο, συγκυρία και θάνατος. Ό,τι απαρτίζει την ανθρώπινη μοίρα, στο πιο υψηλό τους σημείο, σ’ εκείνη την πιο τραγική, σχεδόν προδικασμένη στιγμή.
Η πόλη, θα πέσει. Η Βασιλεύουσα, παρά τη θυσία, θα αλωθεί. Η άλωση έχει ξεκινήσει από παρελθόντα πάθη και λάθη. Το αύριο, αποτελείται απ’ το χθες.
Και η συγγραφέας φροντίζει να μας αποκαλύπτει αυτό το χθες. Στην τριτοπρόσωπη, ψύχραιμη για τέτοιες ώρες και τόσο μεγάλα γεγονότα αφήγηση, σαν πανεπόπτης Θεός. Αρχίζοντας σχεδόν απ’ την αρχή. Δυο πορείες, παράλληλες: Του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που στέφεται αυτοκράτορας και ξεκινά απ’ το Μυστρά ως Ιησούς για να ακολουθήσει, εν πλήρη δόξη στην αρχή, τον δικό του Γολγοθά.
Και του Αλέξιου Καντακουζηνού του Κορίνθιου, που όλα τα ‘χασε και ξεκινά οικειοθελώς για να τα βρει όλα και να χαθεί: την αγάπη της Θεοφανώς που είναι γι’ αυτόν και περιμένει σχεδόν, στη Βασιλεύουσα, εφόσον κατά τον Μπόρχες «οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού». Την τιμή του αυτοκράτορα και την τιμή της Βασιλεύουσας. Του αδικοχαμένου πατρός του, τη χαμένη τιμή. Τρία χρόνια νωρίτερα, πριν από τη μεγάλη τους ώρα. Απ’ τη Μεγάλη Στιγμή, εκείνη που λες και για εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχουν και οι δυο γεννηθεί.
Η Θεοφανώ, βέβαια, έχει γεννηθεί μονάχα για την αγάπη τους. Η Αγνή, για τη δοκιμασία και τη θυσία. Ο Βάρδας, διψασμένος για εξουσία, για την προδοσία. Ο Νικήτας, για τη φιλία. Ο Λαόνικος για τη καρτερία. Η Ζωή, λίγο παραπάνω από έπιπλο, για την τραγική γυναικεία της μοίρα. Και ο Γιάγκος, για να γίνει το ανθρώπινο πιόνι στα μεγάλα γυρίσματα της Ιστορίας.
Η συγγραφέας παρακολουθεί καλειδοσκοπικά τα βήματά τους, δίνοντας σάρκα και αίμα, πάθος και δίλημμα, φως και σκοτάδι, βούληση ελεύθερη και ανάσα στους χαρακτήρες, σε μιαν εποχή που ιστορικά και ο πιο μικρός δρόμος παραμένει μονόδρομος.
Εκμεταλλευόμενη σοφά μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας, όπου όλα μεγαλώνουν στο μέγιστο, φαντάζοντας σχεδόν υπερφυσικά. Και ο έρωτας που στερείται χρόνο και μέλλον. Και ο φόβος που ξεδιπλώνει τον πλέον ζωώδη εαυτό. Και η θυσία που εξυψώνει τον άνθρωπο σε μέγεθος θείου. Και το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι που αναγκάζεται κάποιος να πει.
Φόντο, ατμόσφαιρα παρακμής που μοιάζει σαν ζωντανή ταινία, μάχες ολοζώντανες που σε κάνουν να απορείς και να θαυμάζεις το πώς στήθηκαν έτσι από γυναίκα συγγραφέα, η ιστορικοπολιτική κατάσταση που καθορίζει σχεδόν τα πάντα και επικρατεί.
Υπαρξιακές συγκρούσεις που ωθούν τους ήρωες στα όρια και στα άκρα, στο πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό τους σημείο. Ερωτικά πάθη που συμπυκνώνουν το χρόνο κι αγγίζουν το απόλυτο, εφόσον δεν έχουν πια μέλλον, «πού πια καιρός». Μίση και δίψα εξουσίας που τυφλώνουν ακόμα και τον εξυπνότερο άνθρωπο. Παιδικά τραύματα που καθιστούν τον μέλλοντα δρόμο, μονόδρομο: εφόσον κάποτε αυτά έτσι έγιναν, γι’ αυτό και τώρα μόνον αυτά θα μπορούσαν να συμβούν!
Κλασική περίπτωση ο έφηβος ταπεινωμένος Μωάμεθ. Που μοναχά στο πανούργο, αιμοχαρή κι αιμοδιψή σουλτάνο θα μπορούσε να οδηγήσει και να μετεξελιχθεί.
Αλλά και ο άλλος που, ακόμα και την ώρα της στέψης του, ξέρει:
«Δίνει την υπόσχεση, παίρνει επάνω του όλη την ευθύνη, ενώ ξέρει».
Εφόσον η τύχη πριν εγκαταλείψει την Βασιλεύουσα, της στέλνει έναν ζωντανό θρύλο για κεφαλή.
Αλλά και ο Αλέξιος που τον ακολουθεί ενώ δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος, μοιάζει να ξέρει: «Είχε ανάγκη να μείνει μόνος για να πάρει μιαν απόφαση. Είχε κουραστεί να φεύγει αδιάκοπα και να βρίσκει παντού τον εαυτό του. Χρειαζόταν το πιο πολύ, το πιο μακρινό, μια ιδέα, ένα ιδανικό. Ένιωθε να τον βαραίνουν τα προηγούμενα χρόνια και σκέφτηκε πως τα είχε αφήσει να κυλήσουν άσκοπα». Και ακριβώς επειδή το χρειαζόταν «αυτό το μεγάλο», γι’ αυτό και το βρήκε: Έτσι «όταν άνοιξε τα μάτια του η άβυσσος φάνταζε λιγότερο τρομακτική. Θα έπαιρνε κι όρκο μάλιστα, ότι του έγνεφε φιλικά από το σκοτεινό της βάθος αινιγματική», «ικανή να του εμπνεύσει μια παράτολμη πράξη».
Διότι αυτό, τελικά, κάνουν σε άλλες συντεταγμένες και οι δυο: Και ο Παλαιολόγος που ενώ γνωρίζει, φορτώνεται το ύψιστο χρέος, σχεδόν σταυρικό, αλλά και ο Αλέξιος που προκειμένου να ζήσει κάτι σπουδαίο, εν τέλει, τη μοίρα του μοιάζει να ακολουθεί.
Η συγγραφέας χειρίζεται αριστοτεχνικά για τις συγκρούσεις των χαρακτήρων τη χρονική συγκυρία, κατορθώνει να κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί με ανάσα κομμένη μια μάχη χαμένη απ’ την αρχή. Βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να μιλήσει με καθαρότητα και παρρησία για όλα αυτά τα δεινά που μαστίζουν το έθνος: εμφύλιος σπαραγμός, διχασμός, Ορθόδοξη και Δυτική εκκλησία και «η καλοσύνη των ξένων» ήτοι των ομοθρήσκων δυτικών που, ή δεν φτάνει ποτέ, ή ποτέ δεν είναι αρκετή.
Χωρίς να λησμονεί να αποδώσει τα δίκαια και σ’ εκείνους που, το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν: «Είναι αμαρτία να το λέω, αλλά τους λυπάμαι. Δεν ζητούν, παρά μόνο να ζήσουν. Δε νοιάζονται που η ζωή τους είναι σκληρή, αυτήν έχουν μόνον. Θέλουν να συνεχίσουν να δουλεύουν, να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους και να πεθαίνουν χριστιανικά. Το μυαλό τους δεν χωράει ιδανικό τόσο μεγάλο, που να αξίζει περισσότερο απ’ αυτήν».
Η Λιλή Πρίφτη αφήνει περιθώρια και για τις «αλήθειες των άλλων», φωτίζοντας επαρκώς κάθε μεγάλη ή μικρή στιγμή, σκηνή. Και αποδίδοντας στο έπακρο το υπεράνθρωπο μεγαλείο εκείνου που «η αντίστασή του στο γραμμένο έδινε άλλο νόημα στον αγώνα του. Ζωντανός ακόμα και χωρίς να κάνει κάτι ο ίδιος γι’ αυτό, περνούσε στο θρύλο». Κι αυτό, όλοι το ένοιωθαν, όλοι το έβλεπαν, ακόμα και ο εχθρός που «έτρεμε στη σκέψη πως ίσως τελικά να τον νικούσε ο βασιλιάς, έστω και νικημένος».
Ε λοιπόν η Λιλή Πρίφτη αυτό το κατορθώνει. Και με τρόπο απέριττο και λιτό, περιγράφει όλο το ανθρώπινο μεγαλείο. Με αξιοπρέπεια και φως, μετατρέπει την περιστασιακή ήττα σε ύψιστη χρονικά νίκη, φωτίζει με χρέος και θυσία μια ημερομηνία για μας σκοτεινή: 29 Μαίου 1453.
«Η πόλις εάλω» για να γίνει σύμβολο, τελικά, στην Ιστορία.
Και ο αυτοκράτορας θανατώθηκε, για να μην πεθάνει ποτέ, για να μαρμαρωθεί.
Μια ιστορική μυθιστορία που είναι και μια κατ’ εξοχήν υπαρξιακή ιστορία. Ένα δοκίμιο φιλοσοφικό επάνω στην ανθρώπινη μοίρα και την ελεύθερη επιλογή. Αλλά και ένα ιστορικό θρίλερ. Κι ακόμα μια παθιασμένη ερωτική ιστορία. Εφόσον ένα σπουδαίο βιβλίο, αναλόγως τον αναγνώστη, γίνεται και ένα άλλο βιβλίο.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Η Λιλή Πρίφτη έχει γράψει τρία ιστορικά μυθιστορήματα:
«Στα σταυροδρόμια του κόσμου» (Ιστορικό μυθιστόρημα για τις σταυροφορίες, Αθήνα, 1999)
«Η Νεφερτίτη στο αμόνι του ήλιου» (Αιγυπτιακή μυθιστορία, Παιανία, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2000) και
«Ματωμένος Βόσπορος» (Μυθιστορία για την Άλωση της Πόλης, Παιανία, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2008)
ΥΓ. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στις εκδόσεις «Μπιλιέτο» στην Παιανία. Κατά την παρουσίασή του συνειδητοποίησα πως όλοι μας ζούμε, μέχρι την αμετάκλητη πτώση μας, την δική μας προσωπική άλωση και γι’ αυτό «το νόημα της ζωής του» θα πρέπει να το επιλέγει κανείς. Μικρή ζωή και σίγουρος θάνατος, ας είναι τουλάχιστον όσο γίνεται Δικός μας ο Βηματισμός.
«Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε…»
«Δεν πρόλαβε να μοιραστεί σχεδόν τίποτα μαζί τους και αναρωτήθηκε μήπως δεν αγκάλιασε, παρά μόνο σκιές…»
«Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε, βασιλιάς χωρίς βασίλειο, αυτοκράτορας μιας πόλης καταδικασμένης, που θα την υπερασπιζόταν με το αίμα του»…
Κι όμως ήταν εκείνος που το ‘χε αποφασίσει:
«Την Πόλη, δεν την παραδίνω. Δεν έχω τέτοιο δικαίωμα ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος απ’ αυτούς που την κατοικούν. Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε και θα την υπερασπιστούμε, χωρίς να λογαριάσουμε τη ζωή μας».
Είχε, τελικά, αυτός αποφασίσει;
«Αν είναι να χαθεί η πόλη μου, θα χαθώ μαζί της».
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος τέλους που άλλαξε ροή στην ιστορία, επέλεξε για την καινούργια της μυθιστορία η συγγραφέας. Εφόσον «η πόλις εάλω» από την πρώτη σελίδα.
Και τα σημάδια, παντού, εμφανή.
Η Λιλή Πρίφτη είναι επιδέξια και τολμηρή πεζογράφος. Σε γεμίζει σασπένς για κάτι που ήδη γνωρίζεις απ’ την αρχή. Επιλέγοντας μια κομβική, μοιραία στιγμή της Ιστορίας για να μιλήσει για τα πάθη και τα λάθη τ’ ανθρώπινα που παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα σε κάθε εποχή: γέννηση, έρωτας, προδοσία, φόβος, μοναξιά, μοιραίο, συγκυρία και θάνατος. Ό,τι απαρτίζει την ανθρώπινη μοίρα, στο πιο υψηλό τους σημείο, σ’ εκείνη την πιο τραγική, σχεδόν προδικασμένη στιγμή.
Η πόλη, θα πέσει. Η Βασιλεύουσα, παρά τη θυσία, θα αλωθεί. Η άλωση έχει ξεκινήσει από παρελθόντα πάθη και λάθη. Το αύριο, αποτελείται απ’ το χθες.
Και η συγγραφέας φροντίζει να μας αποκαλύπτει αυτό το χθες. Στην τριτοπρόσωπη, ψύχραιμη για τέτοιες ώρες και τόσο μεγάλα γεγονότα αφήγηση, σαν πανεπόπτης Θεός. Αρχίζοντας σχεδόν απ’ την αρχή. Δυο πορείες, παράλληλες: Του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που στέφεται αυτοκράτορας και ξεκινά απ’ το Μυστρά ως Ιησούς για να ακολουθήσει, εν πλήρη δόξη στην αρχή, τον δικό του Γολγοθά.
Και του Αλέξιου Καντακουζηνού του Κορίνθιου, που όλα τα ‘χασε και ξεκινά οικειοθελώς για να τα βρει όλα και να χαθεί: την αγάπη της Θεοφανώς που είναι γι’ αυτόν και περιμένει σχεδόν, στη Βασιλεύουσα, εφόσον κατά τον Μπόρχες «οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού». Την τιμή του αυτοκράτορα και την τιμή της Βασιλεύουσας. Του αδικοχαμένου πατρός του, τη χαμένη τιμή. Τρία χρόνια νωρίτερα, πριν από τη μεγάλη τους ώρα. Απ’ τη Μεγάλη Στιγμή, εκείνη που λες και για εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχουν και οι δυο γεννηθεί.
Η Θεοφανώ, βέβαια, έχει γεννηθεί μονάχα για την αγάπη τους. Η Αγνή, για τη δοκιμασία και τη θυσία. Ο Βάρδας, διψασμένος για εξουσία, για την προδοσία. Ο Νικήτας, για τη φιλία. Ο Λαόνικος για τη καρτερία. Η Ζωή, λίγο παραπάνω από έπιπλο, για την τραγική γυναικεία της μοίρα. Και ο Γιάγκος, για να γίνει το ανθρώπινο πιόνι στα μεγάλα γυρίσματα της Ιστορίας.
Η συγγραφέας παρακολουθεί καλειδοσκοπικά τα βήματά τους, δίνοντας σάρκα και αίμα, πάθος και δίλημμα, φως και σκοτάδι, βούληση ελεύθερη και ανάσα στους χαρακτήρες, σε μιαν εποχή που ιστορικά και ο πιο μικρός δρόμος παραμένει μονόδρομος.
Εκμεταλλευόμενη σοφά μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας, όπου όλα μεγαλώνουν στο μέγιστο, φαντάζοντας σχεδόν υπερφυσικά. Και ο έρωτας που στερείται χρόνο και μέλλον. Και ο φόβος που ξεδιπλώνει τον πλέον ζωώδη εαυτό. Και η θυσία που εξυψώνει τον άνθρωπο σε μέγεθος θείου. Και το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι που αναγκάζεται κάποιος να πει.
Φόντο, ατμόσφαιρα παρακμής που μοιάζει σαν ζωντανή ταινία, μάχες ολοζώντανες που σε κάνουν να απορείς και να θαυμάζεις το πώς στήθηκαν έτσι από γυναίκα συγγραφέα, η ιστορικοπολιτική κατάσταση που καθορίζει σχεδόν τα πάντα και επικρατεί.
Υπαρξιακές συγκρούσεις που ωθούν τους ήρωες στα όρια και στα άκρα, στο πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό τους σημείο. Ερωτικά πάθη που συμπυκνώνουν το χρόνο κι αγγίζουν το απόλυτο, εφόσον δεν έχουν πια μέλλον, «πού πια καιρός». Μίση και δίψα εξουσίας που τυφλώνουν ακόμα και τον εξυπνότερο άνθρωπο. Παιδικά τραύματα που καθιστούν τον μέλλοντα δρόμο, μονόδρομο: εφόσον κάποτε αυτά έτσι έγιναν, γι’ αυτό και τώρα μόνον αυτά θα μπορούσαν να συμβούν!
Κλασική περίπτωση ο έφηβος ταπεινωμένος Μωάμεθ. Που μοναχά στο πανούργο, αιμοχαρή κι αιμοδιψή σουλτάνο θα μπορούσε να οδηγήσει και να μετεξελιχθεί.
Αλλά και ο άλλος που, ακόμα και την ώρα της στέψης του, ξέρει:
«Δίνει την υπόσχεση, παίρνει επάνω του όλη την ευθύνη, ενώ ξέρει».
Εφόσον η τύχη πριν εγκαταλείψει την Βασιλεύουσα, της στέλνει έναν ζωντανό θρύλο για κεφαλή.
Αλλά και ο Αλέξιος που τον ακολουθεί ενώ δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος, μοιάζει να ξέρει: «Είχε ανάγκη να μείνει μόνος για να πάρει μιαν απόφαση. Είχε κουραστεί να φεύγει αδιάκοπα και να βρίσκει παντού τον εαυτό του. Χρειαζόταν το πιο πολύ, το πιο μακρινό, μια ιδέα, ένα ιδανικό. Ένιωθε να τον βαραίνουν τα προηγούμενα χρόνια και σκέφτηκε πως τα είχε αφήσει να κυλήσουν άσκοπα». Και ακριβώς επειδή το χρειαζόταν «αυτό το μεγάλο», γι’ αυτό και το βρήκε: Έτσι «όταν άνοιξε τα μάτια του η άβυσσος φάνταζε λιγότερο τρομακτική. Θα έπαιρνε κι όρκο μάλιστα, ότι του έγνεφε φιλικά από το σκοτεινό της βάθος αινιγματική», «ικανή να του εμπνεύσει μια παράτολμη πράξη».
Διότι αυτό, τελικά, κάνουν σε άλλες συντεταγμένες και οι δυο: Και ο Παλαιολόγος που ενώ γνωρίζει, φορτώνεται το ύψιστο χρέος, σχεδόν σταυρικό, αλλά και ο Αλέξιος που προκειμένου να ζήσει κάτι σπουδαίο, εν τέλει, τη μοίρα του μοιάζει να ακολουθεί.
Η συγγραφέας χειρίζεται αριστοτεχνικά για τις συγκρούσεις των χαρακτήρων τη χρονική συγκυρία, κατορθώνει να κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί με ανάσα κομμένη μια μάχη χαμένη απ’ την αρχή. Βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να μιλήσει με καθαρότητα και παρρησία για όλα αυτά τα δεινά που μαστίζουν το έθνος: εμφύλιος σπαραγμός, διχασμός, Ορθόδοξη και Δυτική εκκλησία και «η καλοσύνη των ξένων» ήτοι των ομοθρήσκων δυτικών που, ή δεν φτάνει ποτέ, ή ποτέ δεν είναι αρκετή.
Χωρίς να λησμονεί να αποδώσει τα δίκαια και σ’ εκείνους που, το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν: «Είναι αμαρτία να το λέω, αλλά τους λυπάμαι. Δεν ζητούν, παρά μόνο να ζήσουν. Δε νοιάζονται που η ζωή τους είναι σκληρή, αυτήν έχουν μόνον. Θέλουν να συνεχίσουν να δουλεύουν, να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους και να πεθαίνουν χριστιανικά. Το μυαλό τους δεν χωράει ιδανικό τόσο μεγάλο, που να αξίζει περισσότερο απ’ αυτήν».
Η Λιλή Πρίφτη αφήνει περιθώρια και για τις «αλήθειες των άλλων», φωτίζοντας επαρκώς κάθε μεγάλη ή μικρή στιγμή, σκηνή. Και αποδίδοντας στο έπακρο το υπεράνθρωπο μεγαλείο εκείνου που «η αντίστασή του στο γραμμένο έδινε άλλο νόημα στον αγώνα του. Ζωντανός ακόμα και χωρίς να κάνει κάτι ο ίδιος γι’ αυτό, περνούσε στο θρύλο». Κι αυτό, όλοι το ένοιωθαν, όλοι το έβλεπαν, ακόμα και ο εχθρός που «έτρεμε στη σκέψη πως ίσως τελικά να τον νικούσε ο βασιλιάς, έστω και νικημένος».
Ε λοιπόν η Λιλή Πρίφτη αυτό το κατορθώνει. Και με τρόπο απέριττο και λιτό, περιγράφει όλο το ανθρώπινο μεγαλείο. Με αξιοπρέπεια και φως, μετατρέπει την περιστασιακή ήττα σε ύψιστη χρονικά νίκη, φωτίζει με χρέος και θυσία μια ημερομηνία για μας σκοτεινή: 29 Μαίου 1453.
«Η πόλις εάλω» για να γίνει σύμβολο, τελικά, στην Ιστορία.
Και ο αυτοκράτορας θανατώθηκε, για να μην πεθάνει ποτέ, για να μαρμαρωθεί.
Μια ιστορική μυθιστορία που είναι και μια κατ’ εξοχήν υπαρξιακή ιστορία. Ένα δοκίμιο φιλοσοφικό επάνω στην ανθρώπινη μοίρα και την ελεύθερη επιλογή. Αλλά και ένα ιστορικό θρίλερ. Κι ακόμα μια παθιασμένη ερωτική ιστορία. Εφόσον ένα σπουδαίο βιβλίο, αναλόγως τον αναγνώστη, γίνεται και ένα άλλο βιβλίο.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Η Λιλή Πρίφτη έχει γράψει τρία ιστορικά μυθιστορήματα:
«Στα σταυροδρόμια του κόσμου» (Ιστορικό μυθιστόρημα για τις σταυροφορίες, Αθήνα, 1999)
«Η Νεφερτίτη στο αμόνι του ήλιου» (Αιγυπτιακή μυθιστορία, Παιανία, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2000) και
«Ματωμένος Βόσπορος» (Μυθιστορία για την Άλωση της Πόλης, Παιανία, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2008)
ΥΓ. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στις εκδόσεις «Μπιλιέτο» στην Παιανία. Κατά την παρουσίασή του συνειδητοποίησα πως όλοι μας ζούμε, μέχρι την αμετάκλητη πτώση μας, την δική μας προσωπική άλωση και γι’ αυτό «το νόημα της ζωής του» θα πρέπει να το επιλέγει κανείς. Μικρή ζωή και σίγουρος θάνατος, ας είναι τουλάχιστον όσο γίνεται Δικός μας ο Βηματισμός.
Χωρίς λόγια. Μετά από τόσο καιρό θα έπρεπε να βρω πολλά. Και δεν έχω.
moha