7/1/09

Ούτε νίκη, ούτε ήττα. Η δύναμη και ταυτόχρονα, ο βράχος, εγώ.

«Κατατρομαγμένος, περικυκλωμένος, ξεπερασμένος απ’ το πλήθος, δεν μπορώ τότε τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να χτυπάω, να τρυπάω, να λεπταίνω και να κάνω να τινάζονται χοντρά θραύσματα ύλης, παρακαλώντας ταυτόχρονα την ύλη αυτή να μου αντισταθεί όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί δεν επιθυμώ ούτε νίκη ούτε ήττα… Γίνομαι ταυτόχρονα και η δύναμη και ο βράχος. Γίνομαι το σημείο κρούσης και το χλευαστικό κενό. Βρίζω, αλλά τουλάχιστον, όσο χτυπάω εξαφανίζομαι».

«ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ» του Πιέρ Πεζύ, Μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, Εκδ. «Ποταμός», σελ. 268, τιμή: 16 ευρώ.

«Η παιδική ηλικία είναι πάρα πολύ οικείο αίνιγμα. Νομίζει κανείς ότι θα βρίσκεται εκεί για καιρό, ότι τίποτα δεν πιέζει, αίφνης όμως η απουσία της γίνεται ένα μαύρο κενό, η σπαρακτική έλλειψη ενός οργάνου που αποκόπηκε ζωντανό».
Η παιδική ηλικία μοιάζει για τον Πιέρ Πεζύ πάντοτε να τον αφορά. Σπαρακτικότατα όσον αφορά τη «Μοναχούλα» (ένας φιλειρηνικός βιβλιοπώλης, τεράστιος ως αγαθός γίγας, τραυματίζει ανεπανόρθωτα ένα μοναχικό παιδί), ψυχαναλυτικά, στο «Γέλιο του δράκου». Όπου παιδιά, μεγαλώνουν, ερωτεύονται, πολεμούν, συμβιβάζονται, δημιουργούν, επιδένουν πληγές κι επιλύουν πανάρχαια αινίγματα, αλλά και παιδιά πεθαίνουν από χέρι γονιού, εχθρού…. κατά τύχη, από τρέλα.
«Τι ήταν αυτό που ήλπιζα; Τι ήταν αυτό που ακόμη περίμενα; Έχω το συναίσθημα ότι πέρασα δίπλα στο ουσιώδες. Πάρα πολύ αργά! Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως ατένισα όλα τα πράγματα μέσα απ’ τους σκούρους και συμβιβαστικούς φακούς τού «πάρα πολύ αργά», ενόσω μπορεί να υπήρχε ακόμα καιρός».
Αλλά και ο απολογισμός. Όταν «πού πια καιρός». Και για τον απελπισμένο βιβλιοπώλη της «Μοναχούλας» αλλά και για τον κεντρικό ήρωα- αφηγητή στο «Γέλιο του δράκου». Ένα υπαρξιακό, ερωτικό μυθιστόρημα που τα έχει όλα: πόλεμο και στοχασμό γύρω από το κακό, τη θαυματοποιό και λυτρωτική τέχνη και το αίνιγμα της δημιουργίας, τη ζωή που δεν ζήσαμε, τους έρωτες που δεν τολμήσαμε ή τους κόψαμε με αίμα, το άδικο στο οποίο αθέλητα –αλλά πόσο αθέλητα- υπηρετήσαμε, την ευτυχία που ονειρευτήκαμε αλλά ουδέποτε κατακτήσαμε…
Και ξεκινά μαγικά, σαν μαύρο παραμύθι, αυτό του κακού δράκου, όπως και κλείνει.
Στο ενδιάμεσο, φυσικά, η ζωή. Ο δεκαεξάχρονος Πωλ που φιλοξενείται το 1963 από έναν γερμανό φίλο του στο Κελστάιν, το πυκνό δάσος και η μαύρη λίμνη που θα του σημαδέψει τη ζωή. Η Κλάρα Λαφονταίν που θα αγαπήσει, το «μυστικό» της λίμνης με τον Μόριτς που τρελάθηκε και σκότωσε τα δυο του παιδιά. Ο γυρισμός, που ομοίως πικρός κι αβάσταχτος θα ‘ναι. Η δολοφονία του πατέρα του σε ένα παριζιάνικο παγκάκι, η ζωή του με τη μητέρα και ο τοκογλύφος πλούσιος ελεήμων ως προς αυτούς θείος, ο παράξενος γλύπτης που τον μυεί στην ευτυχία της δημιουργίας, η ζωή με την πέτρα, η ζωή με τα Golem, η ζωή με «το γέλιο του δράκου», η ζωή με τα φαντάσματα, η ζωή με τα γλυπτά…
Και στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η ζωή να εναλλάσσεται με το αίτιο και το αιτιατό: Ο πατέρας της Κλάρας στην Ουκρανία το 1941 κατά τη διάρκεια της Γερμανικής εισβολή στη Ρωσία όπου υπηρετούσε ως γιατρός, ο συγχωριανός του ο Μόριτς και η γενοκτονία των Εβραίων, και ιδιαίτερα μικρών παιδιών. Οι προσωπικοί εφιάλτες που δεν τελειώνουν ποτέ, αρέσκεται ο Πεζύ στους ντοστογεφσκικά ενοχικούς ήρωες. Ο Πεζύ είναι ολοφάνερο, ως συγγραφέας, αγαπά πολύ τα βιβλία και τα παιδιά.
Ένα μυθιστόρημα που είναι ταυτόχρονα: πυξίδα ζωής, στοχασμός επάνω στη δημιουργία, πόλεμος και ειρήνη, συνείδηση, δημιουργία.
Με ατμόσφαιρα, σπαρταριστούς και σκοτεινούς, αινιγματικούς χαρακτήρες, μονολόγους υπαινικτικούς, υπαρξιακούς γρίφους και ζωές που διασταυρώνονται πάλι και πάλι, με το παρελθόν πανταχού παρόν, με την τέχνη το μόνο, τελικά, που να μας απομένει. Με την Κλάρα πάντοτε να επιστρέφει, σαν το ανέφικτο της ευτυχίας, ξανά και ξανά. Και κάπως έτσι: «Όταν γυναίκα και παιδιά έχουν φύγει, ανοίγω το μυστικό κουτί που εδώ και καιρό μού έχει δώσει μια Πανδώρα με μαύρα μαλλιά- εξομολογείται ο Πωλ. Βγαίνουν από εκεί η έγνοια, η αβεβαιότητα, η ανησυχία, η δυσφορία, η αμφιβολία, η αηδία, η τύψη, η δυσπιστία, η σκληρότητα, ένα σωρό βρομιές με δυο λόγια, που χώνονται και στην ελαχιστότατη χαραμάδα, εγκαθίστανται ανάμεσα στα σαγόνια των αγαλμάτων και φωλιάζουν στις κόχες των ματιών τους»… Και τότε:
«Κατατρομαγμένος, περικυκλωμένος, ξεπερασμένος απ’ το πλήθος, δεν μπορώ τότε τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να χτυπάω, να τρυπάω, να λεπταίνω και να κάνω να τινάζονται χοντρά θραύσματα ύλης, παρακαλώντας ταυτόχρονα την ύλη αυτή να μου αντισταθεί όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί δεν επιθυμώ ούτε νίκη ούτε ήττα… Γίνομαι ταυτόχρονα και η δύναμη και ο βράχος. Γίνομαι το σημείο κρούσης και το χλευαστικό κενό. Βρίζω, αλλά τουλάχιστον, όσο χτυπάω εξαφανίζομαι».
Διότι η δημιουργία, εντέλει, είναι Ζωή.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Πιέρ Πεζύ προκάλεσε το εκδοτικό γεγονός της Γαλλίας το 2002 όταν κυκλοφόρησε «Η Μοναχούλα». Το βιβλίο απέσπασε αμέσως ενθουσιώδεις κριτικές, γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, βραβεύτηκε με τη διάκριση Inter, μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες (στα ελληνικά εκδόθηκε από τον Ποταμό) και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ζαν- Πιέρ Ντενί.
Με το βραβείο Μυθιστορήματος FNAC 2005 τιμήθηκε «Το γέλιο του δράκου» με το οποίο πλέον ο Πιερ Πεζύ συγκαταλέγεται στους μεγάλους γάλλους συγγραφείς του 21ου αιώνα.
Ο Πεζύ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λυών, μέσα στο οικογενειακό βιβλιοπωλείο. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Σορβόννη και συμμετείχε με πάθος στην εξέγερση του Μάη του 68. Καθηγητής στο λύκειο Σταντάλ στη Γκρενόμπλ και διευθυντής προγράμματος στο διεθνές Κολλέγιο Φιλοσοφίας θεωρείται αυθεντία στον γερμανικό ρομαντισμό.Εκτός από τα αμιγώς λογοτεχνικά του έργα έχει γράψει επίσης δοκίμια, μονογραφίες και τη βιογραφία του Ε.Τ.Α.Χόφμαν.