Αφιερωμένο σε όσους δίστασαν στη ζωή ή εξακολουθούν να είναι δολοφονικά διστακτικοί τύποι…
Και σε όσους και όσες είχαν δύσκολη… γαμήλια πρώτη! (ω ναι- και δεν θέλω ου!- υπάρχουν κι αυτοί και ιδού μία!)
«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ» του Ίαν ΜακΓιούαν
Και σε όσους και όσες είχαν δύσκολη… γαμήλια πρώτη! (ω ναι- και δεν θέλω ου!- υπάρχουν κι αυτοί και ιδού μία!)
«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ» του Ίαν ΜακΓιούαν
Τον Ίαν ΜακΓιούαν τον έχουμε συνδυάσει με «μεγάλα θέματα», «μεγάλα ζητήματα». Τρομοκρατία, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ιστορίες με πολύχρονες έρευνες πίσω τους… Ποιος είπε όμως ότι χρειάζεται λιγότερη παρατήρηση και έρευνα η ανθρώπινη ψυχή; Χωρίς να παραγνωρίζουμε, εξάλλου, ότι το «μεγάλο» ή «μικρό» έργο κρίνεται στα σημεία, το καινούργιο βιβλίο του βρετανού συγγραφέα διαθέτει στο έπακρον όλες τις μεγάλες του συγγραφικές αρετές.
Την γνωστή «ήρεμη χάρη» του που «μοιάζει σχεδόν αβάσταχτη».
Την «αργή πρόζα» η οποία κινείται «αργά κι αριστοτεχνικά, με ακρίβεια και βάθος και ξαφνικά, απροειδοποίητα, γίνεται αιχμηρή και ανατρεπτική». Το μαλακό και σίγουρο χέρι (σχεδόν εντομολόγου) του ανθρώπου που τολμά να υπαινιχθεί για το «πώς μπορούν ολόκληρες ζωές να μεταμορφωθούν από μια χειρονομία που δεν έγινε ή μια λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ». Διότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να τα καταφέρνει καλύτερα στους υπαινιγμούς.
Η ιστορία του απλή και αδρή, σχεδόν… εξωπραγματική για το αφάνταστα σεξουαλικά ελεύθερο τώρα.
Τον Ιούλιο του 1962, ο Έντουαρντ και η Φλόρενς, δυο αθώοι νεαροί νιόπαντροι, φτάνουν στο ξενοδοχείο τους στην ακτή του Ντόρσετ. Καθώς δειπνούν στα δωμάτιά τους, παλεύουν να καταπνίξουν τους κρυφούς φόβους για τη γαμήλια νύχτα που έρχεται…
Τι φόβους και εφιάλτες μπορεί να κρύβει μια γαμήλια νύχτα; Και πώς γίνεται μια νύχτα τόσο πολυαναμενόμενη ν’ αλλάξει – τι λέω- να μεταμορφώσει σε δυο ανθρώπους τη ζωή;
Εξάλλου φαίνεται να έχουν τακτοποιήσει (και συμφωνήσει) τα πάντα: «πού και πώς θα ζούσαν, ποιοι θα ήταν οι καλύτεροί τους φίλοι, η δουλειά του στην εταιρεία του πατέρα της, η μουσική της καριέρα και τι να κάνουν με τα χρήματα που της είχε δώσει ο πατέρας της και πώς δεν θα έμοιαζαν με τους άλλους ανθρώπους, τουλάχιστον όχι μέσα τους».
Όλα τα είχαν τακτοποιήσει, εκτός από το τι θα έκαναν, τελικά, τη γαμήλια νύχτα.
Διότι «αυτό που την απασχολούσε (την Φλόρενς) ήταν ανείπωτο, δεν μπορούσε ούτε μέσα της σχεδόν να το διατυπώσει. Ενώ εκείνος υπέφερε απλώς από τον τυπικό εκνευρισμό της πρώτης νύχτας, εκείνη βίωνε έναν τρόμο βαθιά στα σπλάχνα της, μια ανεξέλεγκτη αηδία τόσο χειροπιαστή όσο η θαλασσινή ναυτία».
Το ζήτημα σοβαρό, καθόλου «παίξε- γέλασε»: «ολόκληρο το είναι της επαναστατούσε ενάντια στην προοπτική της σωματικής συμπλοκής και της σαρκικής λαγνείας. Η γαλήνη της και η ουσία της ευτυχίας της επρόκειτο να παραβιαστούν. Απλώς δεν ήθελε να υποστεί ούτε «εισχώρηση» ούτε «διείσδυση». Το σεξ με τον Εντουαρντ δεν μπορούσε να είναι η ολοκλήρωση της ευτυχίας της αλλά το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει γι’ αυτήν».
Το παρελθόν τους, εξάλλου, ευνοεί κατά πολύ τις παρανοήσεις. Μιλάμε για «άλλη χώρα», ούτε καν για «άλλη ζωή». Χωρικός εκείνος (παρά τις σπουδές που θ’ ακολουθήσουν) μεγαλωμένος από μια μαμά με απολύτως διαταραγμένη υγεία. Εκείνη, αστή, μια ζωή στα πούπουλα. Με απούσα, καθ’ ολοκληρία, μητέρα. Διανοούμενη καθόλου διαθέσιμη για την κόρη της. Και ο πατέρας, όπως κάθε «καθωσπρέπει πατέρας», απασχολημένος με τις επιχειρήσεις.
Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν πριν από την τελική τυχαία αλλά και «μοιραία» στην έκβασή της συνάντηση, αρκετές φορές. Στην ίδια πόλη, σε διπλανά πανεπιστήμια, έτσι ώστε «αργότερα, αυτό ακριβώς τους συνάρπαζε περισσότερο, το πόσο εύκολα θα μπορούσε αυτή η συνάντηση να μην έχει γίνει».
Άλλωστε και όλο το μυθιστόρημα σ’ αυτόν ακριβώς τον άξονα φαίνεται να κινείται: στο ότι όλα θα μπορούσαν να συμβούν ή και να μη συμβούν σ’ αυτή τη ζωή, αρκούσε μια λέξη, ένα νεύμα, ένα βλέμμα.
Κι αυτό στην τελευταία πράξη απολύτως θα διαφανεί.
Θα χωρίσουν «δι’ ασήμαντον αφορμή», θα χαθούν «κατά λάθος».
Η ζωή έτσι όπως θα εξελιχθεί («ποιος μπορούσε να έχει προβλέψει τέτοιες μεταλλαγές, την ξαφνική αποενοχοποιημένη ανύψωση της αισθησιακής απόλαυσης, τη χωρίς περιπλοκές προθυμία τόσων πολλών όμορφων γυναικών;) θα κάνει ακόμα πιο ασήμαντο και… φαιδρό εκείνο το λάθος. Θα χρειαστεί να περάσουνε χρόνια για να μπορέσει ν’ αποδεχτεί «ότι ποτέ δεν γνώρισε άλλον που να την είχε αγαπήσει τόσο». Αλλά κι εκείνος, παρότι αρνιόταν να μάθει το πώς συνέχισε χωρίς εκείνον στον χρόνο «όταν τη σκεφτόταν, τον κατέπλησσε, το γεγονός ότι είχε αφήσει αυτό το κορίτσι με το βιολί να του φύγει. Τώρα φυσικά έβλεπε ότι η αυτοκαταστροφική της πρόταση ήταν άσχετη. Το μόνο που ζητούσε ήταν η βεβαιότητα της αγάπης του και να την καθησυχάσει λέγοντάς της πως δεν υπήρχε βιασύνη, όταν είχαν μπροστά τους όλη τη ζωή. Η αγάπη και η υπομονή- αν μπορούσε να τα διαθέτει και τα δυο μαζί- σίγουρα θα τους είχαν βοηθήσει να τα καταφέρουν». Αλλ’ έτσι είναι ο έρωτας, προχωρά μέσα από παρανοήσεις, γεμάτος παρανοήσεις.
Το αποτέλεσμα, ένα σημαντικό, αποκαλυπτικό μυθιστόρημα όπου χωρά σε μια νύχτα, δυο ιδιοσυγκρασίες, δυο κόσμους. Φλερτάρουν, γοητεύονται και συντρίβονται εν τέλει κι οι δυο.
Κι ό,τι απομένει, η μεγάλη επιστροφή στο γνωστό, διότι το «ανείπωτο ελάχιστο» απαιτεί και υπέρβαση και ρίσκο.
Η γοητεία του εγχειρήματος: ο σεισμός στο ανεπαίσθητο, η ανατροπή που έρχεται ή δεν έρχεται από ένα νεύμα ή από μια φράση.
Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το μεγάλο έργο δεν χρειάζεται καθόλου την οργιαστική πλοκή διότι η ανθρώπινη φύση κι όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στα σημεία. Κι ο ΜακΓιούαν είναι μάστορας του μέγιστου στο ελάχιστο. Εξάλλου δυο οι τρόποι να δεις το σύμπαν, σφαιρικά ή βυθιζόμενος στη λεπτομέρεια.
Εν τέλει σ’ αυτή την ιστορία που είναι σαν τη ζωή – ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο- όλα θα μπορούσαν να είχαν ή να μην είχαν συμβεί. Κι όμως πρόκειται μόνον για μια… νύχτα γάμου. Που σε πολλούς μπορεί και να φανεί υπερβολική, ενώ κάποιους άλλους ίσως και να τους κάνει να αναθεωρήσουν.
Αλλ’ ούτε λόγος, το μεγαλείο κρύβεται και κρίνεται στα σημεία. Και ο Ίαν ΜακΓιούαν το αποδεικνύει περίτρανα για ακόμα μια φορά.
«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ» του Ίαν ΜακΓιούαν, Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 224, τιμή: 13.20 ευρώ.
Την γνωστή «ήρεμη χάρη» του που «μοιάζει σχεδόν αβάσταχτη».
Την «αργή πρόζα» η οποία κινείται «αργά κι αριστοτεχνικά, με ακρίβεια και βάθος και ξαφνικά, απροειδοποίητα, γίνεται αιχμηρή και ανατρεπτική». Το μαλακό και σίγουρο χέρι (σχεδόν εντομολόγου) του ανθρώπου που τολμά να υπαινιχθεί για το «πώς μπορούν ολόκληρες ζωές να μεταμορφωθούν από μια χειρονομία που δεν έγινε ή μια λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ». Διότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να τα καταφέρνει καλύτερα στους υπαινιγμούς.
Η ιστορία του απλή και αδρή, σχεδόν… εξωπραγματική για το αφάνταστα σεξουαλικά ελεύθερο τώρα.
Τον Ιούλιο του 1962, ο Έντουαρντ και η Φλόρενς, δυο αθώοι νεαροί νιόπαντροι, φτάνουν στο ξενοδοχείο τους στην ακτή του Ντόρσετ. Καθώς δειπνούν στα δωμάτιά τους, παλεύουν να καταπνίξουν τους κρυφούς φόβους για τη γαμήλια νύχτα που έρχεται…
Τι φόβους και εφιάλτες μπορεί να κρύβει μια γαμήλια νύχτα; Και πώς γίνεται μια νύχτα τόσο πολυαναμενόμενη ν’ αλλάξει – τι λέω- να μεταμορφώσει σε δυο ανθρώπους τη ζωή;
Εξάλλου φαίνεται να έχουν τακτοποιήσει (και συμφωνήσει) τα πάντα: «πού και πώς θα ζούσαν, ποιοι θα ήταν οι καλύτεροί τους φίλοι, η δουλειά του στην εταιρεία του πατέρα της, η μουσική της καριέρα και τι να κάνουν με τα χρήματα που της είχε δώσει ο πατέρας της και πώς δεν θα έμοιαζαν με τους άλλους ανθρώπους, τουλάχιστον όχι μέσα τους».
Όλα τα είχαν τακτοποιήσει, εκτός από το τι θα έκαναν, τελικά, τη γαμήλια νύχτα.
Διότι «αυτό που την απασχολούσε (την Φλόρενς) ήταν ανείπωτο, δεν μπορούσε ούτε μέσα της σχεδόν να το διατυπώσει. Ενώ εκείνος υπέφερε απλώς από τον τυπικό εκνευρισμό της πρώτης νύχτας, εκείνη βίωνε έναν τρόμο βαθιά στα σπλάχνα της, μια ανεξέλεγκτη αηδία τόσο χειροπιαστή όσο η θαλασσινή ναυτία».
Το ζήτημα σοβαρό, καθόλου «παίξε- γέλασε»: «ολόκληρο το είναι της επαναστατούσε ενάντια στην προοπτική της σωματικής συμπλοκής και της σαρκικής λαγνείας. Η γαλήνη της και η ουσία της ευτυχίας της επρόκειτο να παραβιαστούν. Απλώς δεν ήθελε να υποστεί ούτε «εισχώρηση» ούτε «διείσδυση». Το σεξ με τον Εντουαρντ δεν μπορούσε να είναι η ολοκλήρωση της ευτυχίας της αλλά το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει γι’ αυτήν».
Το παρελθόν τους, εξάλλου, ευνοεί κατά πολύ τις παρανοήσεις. Μιλάμε για «άλλη χώρα», ούτε καν για «άλλη ζωή». Χωρικός εκείνος (παρά τις σπουδές που θ’ ακολουθήσουν) μεγαλωμένος από μια μαμά με απολύτως διαταραγμένη υγεία. Εκείνη, αστή, μια ζωή στα πούπουλα. Με απούσα, καθ’ ολοκληρία, μητέρα. Διανοούμενη καθόλου διαθέσιμη για την κόρη της. Και ο πατέρας, όπως κάθε «καθωσπρέπει πατέρας», απασχολημένος με τις επιχειρήσεις.
Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν πριν από την τελική τυχαία αλλά και «μοιραία» στην έκβασή της συνάντηση, αρκετές φορές. Στην ίδια πόλη, σε διπλανά πανεπιστήμια, έτσι ώστε «αργότερα, αυτό ακριβώς τους συνάρπαζε περισσότερο, το πόσο εύκολα θα μπορούσε αυτή η συνάντηση να μην έχει γίνει».
Άλλωστε και όλο το μυθιστόρημα σ’ αυτόν ακριβώς τον άξονα φαίνεται να κινείται: στο ότι όλα θα μπορούσαν να συμβούν ή και να μη συμβούν σ’ αυτή τη ζωή, αρκούσε μια λέξη, ένα νεύμα, ένα βλέμμα.
Κι αυτό στην τελευταία πράξη απολύτως θα διαφανεί.
Θα χωρίσουν «δι’ ασήμαντον αφορμή», θα χαθούν «κατά λάθος».
Η ζωή έτσι όπως θα εξελιχθεί («ποιος μπορούσε να έχει προβλέψει τέτοιες μεταλλαγές, την ξαφνική αποενοχοποιημένη ανύψωση της αισθησιακής απόλαυσης, τη χωρίς περιπλοκές προθυμία τόσων πολλών όμορφων γυναικών;) θα κάνει ακόμα πιο ασήμαντο και… φαιδρό εκείνο το λάθος. Θα χρειαστεί να περάσουνε χρόνια για να μπορέσει ν’ αποδεχτεί «ότι ποτέ δεν γνώρισε άλλον που να την είχε αγαπήσει τόσο». Αλλά κι εκείνος, παρότι αρνιόταν να μάθει το πώς συνέχισε χωρίς εκείνον στον χρόνο «όταν τη σκεφτόταν, τον κατέπλησσε, το γεγονός ότι είχε αφήσει αυτό το κορίτσι με το βιολί να του φύγει. Τώρα φυσικά έβλεπε ότι η αυτοκαταστροφική της πρόταση ήταν άσχετη. Το μόνο που ζητούσε ήταν η βεβαιότητα της αγάπης του και να την καθησυχάσει λέγοντάς της πως δεν υπήρχε βιασύνη, όταν είχαν μπροστά τους όλη τη ζωή. Η αγάπη και η υπομονή- αν μπορούσε να τα διαθέτει και τα δυο μαζί- σίγουρα θα τους είχαν βοηθήσει να τα καταφέρουν». Αλλ’ έτσι είναι ο έρωτας, προχωρά μέσα από παρανοήσεις, γεμάτος παρανοήσεις.
Το αποτέλεσμα, ένα σημαντικό, αποκαλυπτικό μυθιστόρημα όπου χωρά σε μια νύχτα, δυο ιδιοσυγκρασίες, δυο κόσμους. Φλερτάρουν, γοητεύονται και συντρίβονται εν τέλει κι οι δυο.
Κι ό,τι απομένει, η μεγάλη επιστροφή στο γνωστό, διότι το «ανείπωτο ελάχιστο» απαιτεί και υπέρβαση και ρίσκο.
Η γοητεία του εγχειρήματος: ο σεισμός στο ανεπαίσθητο, η ανατροπή που έρχεται ή δεν έρχεται από ένα νεύμα ή από μια φράση.
Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το μεγάλο έργο δεν χρειάζεται καθόλου την οργιαστική πλοκή διότι η ανθρώπινη φύση κι όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στα σημεία. Κι ο ΜακΓιούαν είναι μάστορας του μέγιστου στο ελάχιστο. Εξάλλου δυο οι τρόποι να δεις το σύμπαν, σφαιρικά ή βυθιζόμενος στη λεπτομέρεια.
Εν τέλει σ’ αυτή την ιστορία που είναι σαν τη ζωή – ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο- όλα θα μπορούσαν να είχαν ή να μην είχαν συμβεί. Κι όμως πρόκειται μόνον για μια… νύχτα γάμου. Που σε πολλούς μπορεί και να φανεί υπερβολική, ενώ κάποιους άλλους ίσως και να τους κάνει να αναθεωρήσουν.
Αλλ’ ούτε λόγος, το μεγαλείο κρύβεται και κρίνεται στα σημεία. Και ο Ίαν ΜακΓιούαν το αποδεικνύει περίτρανα για ακόμα μια φορά.
«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ» του Ίαν ΜακΓιούαν, Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 224, τιμή: 13.20 ευρώ.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Πολυβραβευμένος από το κοινό και την κριτική ο βρετανός Ίαν ΜακΓιούαν (γεννήθηκε το 1948 και σπούδασε στα πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς), είναι ήδη γνωστός τα καθ’ ημάς από τα έργα:
«Ο τσιμεντόκηπος», εκδ. «Γράμματα», 1982
«Πρώτος έρωτας», εκδ. «Οδυσσέας», 1985
«Ξένοι στη Βενετία», εκδ. «Σέλλας», 1991
«Ο αθώος», εκδ. «Σέλλας», 1993
«Μαύρα σκυλιά», εκδ. «Σέλλας», 1994
«Άμστερνταμ», εκδ. «Νεφέλη», 1999
«Έμμονη αγάπη», εκδ. «Νεφέλη», 1999
«Εξιλέωση», εκδ. «Νεφέλη», 2002
«Σάββατο», εκδ. «Νεφέλη», 2006.
Κέρδισε το Βραβείο Μπούκερ το 1998 για το «Άμστερνταμ».
Το «Στην ακτή» κυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Απρίλιο του 2007 και είναι το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις «Πατάκη».
ΥΓ. Όσον αφορά το βιβλίο του Ιαν ΜακΓιούαν «Στην Ακτή» προηγήθηκε με εξαιρετικό τρόπο η Anagnostria, και χάρηκα αφάνταστα την συγκυρία να το διαβάζουμε ταυτόχρονα.
Πολυβραβευμένος από το κοινό και την κριτική ο βρετανός Ίαν ΜακΓιούαν (γεννήθηκε το 1948 και σπούδασε στα πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς), είναι ήδη γνωστός τα καθ’ ημάς από τα έργα:
«Ο τσιμεντόκηπος», εκδ. «Γράμματα», 1982
«Πρώτος έρωτας», εκδ. «Οδυσσέας», 1985
«Ξένοι στη Βενετία», εκδ. «Σέλλας», 1991
«Ο αθώος», εκδ. «Σέλλας», 1993
«Μαύρα σκυλιά», εκδ. «Σέλλας», 1994
«Άμστερνταμ», εκδ. «Νεφέλη», 1999
«Έμμονη αγάπη», εκδ. «Νεφέλη», 1999
«Εξιλέωση», εκδ. «Νεφέλη», 2002
«Σάββατο», εκδ. «Νεφέλη», 2006.
Κέρδισε το Βραβείο Μπούκερ το 1998 για το «Άμστερνταμ».
Το «Στην ακτή» κυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Απρίλιο του 2007 και είναι το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις «Πατάκη».
ΥΓ. Όσον αφορά το βιβλίο του Ιαν ΜακΓιούαν «Στην Ακτή» προηγήθηκε με εξαιρετικό τρόπο η Anagnostria, και χάρηκα αφάνταστα την συγκυρία να το διαβάζουμε ταυτόχρονα.
Ήθελα να παίζει η μουσική του Nyman για "Το τέλος μιας σχέσης". Θα παίξει. Αλλά από αύριο.
Moha