«ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ – ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ 1970- 1986» του Αντρέι Ταρκόφσκι, Πρόλογος- Μετάφραση: Αλέξανδρος Ισαρης, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 512
«Ο Άμλετ του Σαίξπηρ εκθέτει το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου που έχει μεγαλύτερο ηθικό ανάστημα από τους συνανθρώπους του, μα που οι πράξεις του αναγκαστικά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον χαμερπή πραγματικό κόσμο». Έγραφε στα ημερολόγιά του ο μέγιστος ρώσος κινηματογραφικός δημιουργός κι αυτό μια ζωή πλήρωνε. Έχοντας διαρκώς απέναντί του: το παραλογισμό του Σοβιετικού καθεστώτος αρχικά, τη στυφή γεύση της εξορίας κατόπιν, το άλγος του θανάτου στη συνέχεια, μια μοίρα άδικη και παράλογη που τον νίκησε τελικά. Αλλά παρά την σύντομη ζωή του, κατόρθωσε με το έργο του να εξουδετερώσει το χρόνο.
Στο «Μαρτυρολόγιο», προσωπικές του σημειώσεις που έφερε στο φως η γυναίκα του μετά τον θάνατό του (1986), αντικρίζει κανείς μια φλεγόμενη ψυχή, γίνεται μάρτυρας όλης της αγωνίας και της υπέρβασης που βίωνε καθημερινά «ο ποιητής των εικόνων». Και πάνω απ’ όλα τον παρακολουθεί να αυτοαποκαθηλώνεται:
«Γιατί θέλουν όλοι να με μετατρέψουν πάση θυσία σε άγιο; Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου! Εγώ θέλω απλώς να δημιουργήσω. Μη με αγιοποιείτε σας παρακαλώ!» Έγραφε στις 7.11.73. Και παρά τον ναρκισσισμό που έκρυβε η φράση (ναι, ο σπαραγμένος Ταρκόφσκι ήταν πολύ φιλάρεσκος, ένας παράδοξα υπέροχος νάρκισσος), η ζωή έμελλε να τον δικαιώσει. Οι οικείοι του καταμαρτυρούν ασυνήθιστες ιδιότητες. Για τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα όνειρα που αργότερα επαληθεύονταν, για το πώς επέλεγε τους χώρους, για το πώς επαληθευόταν η ταινία…
Ο Έρλαντ Γιόζεφσον, ο πρωταγωνιστής της Νοσταλγίας και της Θυσίας, διηγείται το εξής περιστατικό: «Όταν γυριζόταν η Θυσία, ο Ταρκόφσκι έψαχνε για μεγάλο διάστημα κάποια περιοχή της Στοκχόλμης για να γυρίσει τη σκηνή του ονείρου όπου μετά από μια καταστροφή, οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι, προσπερνώντας ένα πεσμένο αυτοκίνητο. Ένα πρωί ο σκηνοθέτης τους ανακοίνωσε πως είχε βρει επιτέλους την περιοχή αυτή. Εξι μήνες αργότερα και σε απόσταση 10 μ. από το σημείο όπου ο Νίκβιστ είχε τοποθετήσει την κάμερά του, δολοφονήθηκε ο Ούλοφ Πάλμε. Ο δε δολοφόνος του είχε διαφύγει μέσω εκείνης της σκάλας απ’ όπου στην ταινία κατέβαινε το τρομαγμένο πλήθος. Όταν διάβασα την είδηση, έπαθα πραγματικό σοκ, είπε σ’ ένα δημοσιογράφο ο Γιόζεφσον. Ρώτησα τον Ταρκόφσκι γιατί είχε διαλέξει εκείνο το μέρος, αν είχε κάποιο προαίσθημα πώς θα συνέβαινε εκεί κάποιο κακό. Κι εκείνος μου απάντησε: Ορισμένοι τόποι είναι φτιαγμένοι μονάχα για καταστροφές».
Στο «Μαρτυρολόγιο» δίνεται η ευκαιρία στον καθένα, να ρίξει κλεφτές, βαθιές ματιές όχι μονάχα στο εργαστήριο του δημιουργού, αλλά και στις μύχιες σκέψεις του, στις συνήθειες και τις κινήσεις του. Σε μια καθημερινή τελετουργία ζωής που οδηγούσε στη «ζώνη των επιθυμιών» (Στάλκερ), στο να ανθίσει το ξερόκλαδο (Θυσία), στο να κτυπήσουν αφ’ εαυτού τους οι καμπάνες (Αντρέι Ρουμπλιόφ)… Δεν είναι άμοιρη η ζωή του έργου, ποτέ!
Και η ζωή και το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι θα κάνουν τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο αυτοβιογραφικό του «Laterna Magica» να αποδεχθεί: «Όταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Γι’ αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Κινείται με απόλυτη άνεση στο χώρο των ονείρων, χωρίς να εξηγεί, αλλά και τι να εξηγήσει. Είναι ένας μάντης, που έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τις οπτασίες του με το πιο βαρύ, αλλά και πιο πρόθυμο μέσο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω χτυπήσει τις γροθιές μου πάνω στις πόρτες των δωματίων, όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ, μόνο μερικές φορές κατάφερνα να μπω μέσα. Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τέλειωσαν με εξευτελιστικές αποτυχίες».
Τα ημερολόγια του «Μαρτυρολογίου» ξεκινούν στις 30 Απριλίου 1970 και φτάνουν ως τις 15 Δεκεμβρίου 1986. Έντεκα μέρες αργότερα, ο ρώσος σκηνοθέτης πεθαίνει.
Στις 500 περίπου σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης θα βρει: την καθημερινότητα με όλες τις εκφάνσεις (αγοράσαμε σπίτι ή εγκατασταθήκαμε στην εξοχή, σήμερα δούλεψα ή δεν δούλεψα καθόλου), αναγνώσεις και σκέψεις που έκανε επάνω σ’ αυτές, φρασούλες που κρατούσε απ’ ότι τον ξάφνιαζε ή τον μάγευε, διλήμματα και φοβίες (όπως αυτή για τις κηδείες), πρωτογενές υλικό για αφηγήματα ή για ταινίες, χρέη, βάσανα στην αυτοεξορία, νοσταλγία, συναντήσεις με ηθοποιούς και συντελεστές, αμφιβολίες, νηστείες, εφιάλτες, κακοκεφιές…
Τελευταίες του σημειώσεις: «Πρόκειται άραγε να πεθάνω;» «Αν δεν υπήρχαν οι πόνοι των χεριών και της σπονδυλικής στήλης, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα είδος αποκατάστασης μετά τη χημειοθεραπεία. Όμως τώρα δεν διαθέτω πια καμιά δύναμη για τίποτε. Αυτό είναι το πρόβλημα».
Και παντού, εξαιρετικό υλικό για την ανθρώπινη ματαιοδοξία:
«Η ματαιοδοξία είναι πανταχού παρούσα: Νηστεύω από ματαιοδοξία’ κι όταν διακόπτω τη νηστεία για ν’ αποκρύψω την εγκράτειά μου απ’ τους ανθρώπους, τότε πάλι η ματαιοδοξία είν’ εκείνη που με οδηγεί να το κάνω, επειδή θεωρώ σοφό τον εαυτό μου. Η ματαιοδοξία με πλημμυρίζει όταν φορώ ωραία ενδύματα, αλλά και όταν ντύνομαι φτωχικά, πάλι από ματαιοδοξία το κάνω’ αρχίζω να ομιλώ, τούτο συμβαίνει επειδή είμαι ματαιόδοξος, αλλά κι όταν σωπαίνω, αυτή είναι που νίκησε πάλι. Όπως και να την πετάξεις αυτή την τρίαινα, τα δόντια της πάντα προς τα πάνω θα είναι ορθωμένα…» (Άγιος Ιωάννης Λεστβίσνικ)
«Είναι δύσκολο να απαλλαγείς από τη ματαιοδοξία, γιατί με όλες τις προσπάθειες που κάνεις για να την αποδιώξεις, δημιουργείς νέες ματαιοδοξίες» (Αβά Αβαγκράφι).
Ένα βιβλίο που αποτελεί μέγιστο μάθημα ζωής. Σπαρταριστό σαν την ζωή την ίδια, διεισδυτικό σαν την ματιά του συγγραφέα του, πνευματικό και υπερβατικό σαν τις ταινίες, μεγαλειώδες με την αφάνταστη δύναμη να αυτοαναιρείται, με ρίζες στα έγκατα της γης και με ψυχή στα ουράνια, αλλ’ όχι αβασάνιστα και αβρόχοις ποσί…
Που ευτύχησε και εξαιρετικής έκδοσης: κοντά στο Ταρκοφσκικό πνεύμα ο Ισαρης, με ατμοσφαιρικές και σημαντικές φωτογραφίες, καλαίσθητο εξώφυλλο, χαρτί, και με ένα ανέκδοτο στην ελληνική αγορά DVD του γερμανικού ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αντρέι Ταρκόφσκι: Εξορία και Θάνατος», που φωτίζει επιπλέον τη ζωή του δημιουργού.
Μια καθολική θέαση κόσμου, απ’ εκείνον που υπήρξε δεξιοτέχνης στο να εικονοποιήσει το αθέατο και να εκφράσει το ανείπωτο.
«Ο Άμλετ του Σαίξπηρ εκθέτει το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου που έχει μεγαλύτερο ηθικό ανάστημα από τους συνανθρώπους του, μα που οι πράξεις του αναγκαστικά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τον χαμερπή πραγματικό κόσμο». Έγραφε στα ημερολόγιά του ο μέγιστος ρώσος κινηματογραφικός δημιουργός κι αυτό μια ζωή πλήρωνε. Έχοντας διαρκώς απέναντί του: το παραλογισμό του Σοβιετικού καθεστώτος αρχικά, τη στυφή γεύση της εξορίας κατόπιν, το άλγος του θανάτου στη συνέχεια, μια μοίρα άδικη και παράλογη που τον νίκησε τελικά. Αλλά παρά την σύντομη ζωή του, κατόρθωσε με το έργο του να εξουδετερώσει το χρόνο.
Στο «Μαρτυρολόγιο», προσωπικές του σημειώσεις που έφερε στο φως η γυναίκα του μετά τον θάνατό του (1986), αντικρίζει κανείς μια φλεγόμενη ψυχή, γίνεται μάρτυρας όλης της αγωνίας και της υπέρβασης που βίωνε καθημερινά «ο ποιητής των εικόνων». Και πάνω απ’ όλα τον παρακολουθεί να αυτοαποκαθηλώνεται:
«Γιατί θέλουν όλοι να με μετατρέψουν πάση θυσία σε άγιο; Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου! Εγώ θέλω απλώς να δημιουργήσω. Μη με αγιοποιείτε σας παρακαλώ!» Έγραφε στις 7.11.73. Και παρά τον ναρκισσισμό που έκρυβε η φράση (ναι, ο σπαραγμένος Ταρκόφσκι ήταν πολύ φιλάρεσκος, ένας παράδοξα υπέροχος νάρκισσος), η ζωή έμελλε να τον δικαιώσει. Οι οικείοι του καταμαρτυρούν ασυνήθιστες ιδιότητες. Για τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα όνειρα που αργότερα επαληθεύονταν, για το πώς επέλεγε τους χώρους, για το πώς επαληθευόταν η ταινία…
Ο Έρλαντ Γιόζεφσον, ο πρωταγωνιστής της Νοσταλγίας και της Θυσίας, διηγείται το εξής περιστατικό: «Όταν γυριζόταν η Θυσία, ο Ταρκόφσκι έψαχνε για μεγάλο διάστημα κάποια περιοχή της Στοκχόλμης για να γυρίσει τη σκηνή του ονείρου όπου μετά από μια καταστροφή, οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι, προσπερνώντας ένα πεσμένο αυτοκίνητο. Ένα πρωί ο σκηνοθέτης τους ανακοίνωσε πως είχε βρει επιτέλους την περιοχή αυτή. Εξι μήνες αργότερα και σε απόσταση 10 μ. από το σημείο όπου ο Νίκβιστ είχε τοποθετήσει την κάμερά του, δολοφονήθηκε ο Ούλοφ Πάλμε. Ο δε δολοφόνος του είχε διαφύγει μέσω εκείνης της σκάλας απ’ όπου στην ταινία κατέβαινε το τρομαγμένο πλήθος. Όταν διάβασα την είδηση, έπαθα πραγματικό σοκ, είπε σ’ ένα δημοσιογράφο ο Γιόζεφσον. Ρώτησα τον Ταρκόφσκι γιατί είχε διαλέξει εκείνο το μέρος, αν είχε κάποιο προαίσθημα πώς θα συνέβαινε εκεί κάποιο κακό. Κι εκείνος μου απάντησε: Ορισμένοι τόποι είναι φτιαγμένοι μονάχα για καταστροφές».
Στο «Μαρτυρολόγιο» δίνεται η ευκαιρία στον καθένα, να ρίξει κλεφτές, βαθιές ματιές όχι μονάχα στο εργαστήριο του δημιουργού, αλλά και στις μύχιες σκέψεις του, στις συνήθειες και τις κινήσεις του. Σε μια καθημερινή τελετουργία ζωής που οδηγούσε στη «ζώνη των επιθυμιών» (Στάλκερ), στο να ανθίσει το ξερόκλαδο (Θυσία), στο να κτυπήσουν αφ’ εαυτού τους οι καμπάνες (Αντρέι Ρουμπλιόφ)… Δεν είναι άμοιρη η ζωή του έργου, ποτέ!
Και η ζωή και το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι θα κάνουν τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο αυτοβιογραφικό του «Laterna Magica» να αποδεχθεί: «Όταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Γι’ αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Κινείται με απόλυτη άνεση στο χώρο των ονείρων, χωρίς να εξηγεί, αλλά και τι να εξηγήσει. Είναι ένας μάντης, που έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τις οπτασίες του με το πιο βαρύ, αλλά και πιο πρόθυμο μέσο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω χτυπήσει τις γροθιές μου πάνω στις πόρτες των δωματίων, όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ, μόνο μερικές φορές κατάφερνα να μπω μέσα. Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τέλειωσαν με εξευτελιστικές αποτυχίες».
Τα ημερολόγια του «Μαρτυρολογίου» ξεκινούν στις 30 Απριλίου 1970 και φτάνουν ως τις 15 Δεκεμβρίου 1986. Έντεκα μέρες αργότερα, ο ρώσος σκηνοθέτης πεθαίνει.
Στις 500 περίπου σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης θα βρει: την καθημερινότητα με όλες τις εκφάνσεις (αγοράσαμε σπίτι ή εγκατασταθήκαμε στην εξοχή, σήμερα δούλεψα ή δεν δούλεψα καθόλου), αναγνώσεις και σκέψεις που έκανε επάνω σ’ αυτές, φρασούλες που κρατούσε απ’ ότι τον ξάφνιαζε ή τον μάγευε, διλήμματα και φοβίες (όπως αυτή για τις κηδείες), πρωτογενές υλικό για αφηγήματα ή για ταινίες, χρέη, βάσανα στην αυτοεξορία, νοσταλγία, συναντήσεις με ηθοποιούς και συντελεστές, αμφιβολίες, νηστείες, εφιάλτες, κακοκεφιές…
Τελευταίες του σημειώσεις: «Πρόκειται άραγε να πεθάνω;» «Αν δεν υπήρχαν οι πόνοι των χεριών και της σπονδυλικής στήλης, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ένα είδος αποκατάστασης μετά τη χημειοθεραπεία. Όμως τώρα δεν διαθέτω πια καμιά δύναμη για τίποτε. Αυτό είναι το πρόβλημα».
Και παντού, εξαιρετικό υλικό για την ανθρώπινη ματαιοδοξία:
«Η ματαιοδοξία είναι πανταχού παρούσα: Νηστεύω από ματαιοδοξία’ κι όταν διακόπτω τη νηστεία για ν’ αποκρύψω την εγκράτειά μου απ’ τους ανθρώπους, τότε πάλι η ματαιοδοξία είν’ εκείνη που με οδηγεί να το κάνω, επειδή θεωρώ σοφό τον εαυτό μου. Η ματαιοδοξία με πλημμυρίζει όταν φορώ ωραία ενδύματα, αλλά και όταν ντύνομαι φτωχικά, πάλι από ματαιοδοξία το κάνω’ αρχίζω να ομιλώ, τούτο συμβαίνει επειδή είμαι ματαιόδοξος, αλλά κι όταν σωπαίνω, αυτή είναι που νίκησε πάλι. Όπως και να την πετάξεις αυτή την τρίαινα, τα δόντια της πάντα προς τα πάνω θα είναι ορθωμένα…» (Άγιος Ιωάννης Λεστβίσνικ)
«Είναι δύσκολο να απαλλαγείς από τη ματαιοδοξία, γιατί με όλες τις προσπάθειες που κάνεις για να την αποδιώξεις, δημιουργείς νέες ματαιοδοξίες» (Αβά Αβαγκράφι).
Ένα βιβλίο που αποτελεί μέγιστο μάθημα ζωής. Σπαρταριστό σαν την ζωή την ίδια, διεισδυτικό σαν την ματιά του συγγραφέα του, πνευματικό και υπερβατικό σαν τις ταινίες, μεγαλειώδες με την αφάνταστη δύναμη να αυτοαναιρείται, με ρίζες στα έγκατα της γης και με ψυχή στα ουράνια, αλλ’ όχι αβασάνιστα και αβρόχοις ποσί…
Που ευτύχησε και εξαιρετικής έκδοσης: κοντά στο Ταρκοφσκικό πνεύμα ο Ισαρης, με ατμοσφαιρικές και σημαντικές φωτογραφίες, καλαίσθητο εξώφυλλο, χαρτί, και με ένα ανέκδοτο στην ελληνική αγορά DVD του γερμανικού ντοκιμαντέρ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αντρέι Ταρκόφσκι: Εξορία και Θάνατος», που φωτίζει επιπλέον τη ζωή του δημιουργού.
Μια καθολική θέαση κόσμου, απ’ εκείνον που υπήρξε δεξιοτέχνης στο να εικονοποιήσει το αθέατο και να εκφράσει το ανείπωτο.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αντρέι Ταρκόφσκι γεννήθηκε στις 4 Απριλίου 1932 στο Ζαβράσγε, βορειοδυτικά της Μόσχας. Πατέρας του ο διάσημος ποιητής και μεταφραστής Αρσένι Ταρκόφσκι.
Σπούδασε ανατολικές γλώσσες σ’ ένα ινστιτούτο της Μόσχας, παρακολούθησε μαθήματα μουσικής και σχεδίου, κινηματογράφο στο Πανενωσιακό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας. Παίρνει το πτυχίο του με την ταινία «Το Βιολί και ο Οδοστρωτήρας».
Γύρισε τις ταινίες:
«Τα παιδικά Χρόνια του Ιβάν» (1962),
«Αντρέι Ρουμπλιόφ» (1964),
«Σολάρις» (1971),
«Ο Καθρέφτης» (1974),
«Στάλκερ» (1979),
«Νοσταλγία» (1983),
«Η θυσία» (1985),
Πεθαίνει στο Παρίσι στις 29 Δεκεμβρίου του 1986.
Το 1989 πραγματοποιείται στη Μόσχα, από τις 10 ως τις 14 Απριλίου, το 1ο Παγκόσμιο Συνέδριο με θέμα το έργο του.
Το σπίτι του στη Μόσχα μετατρέπεται σε μουσείο.
Τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους κυκλοφορεί στα γερμανικά ο πρώτος τόμος των «Ημερολογίων» του με τον τίτλο «Μαρτυρολόγιο».
Και με αυτό το ποστ- ήθελα να είναι κάτι καλό και ανακουφιστικό για την ψυχή μας, αν και παράφορο- το άλεφ σας αποχαιρετά τουλάχιστον για ένα δεκαπενθήμερο. Τον Αύγουστο εδώ γύρω θα τριγυρίζω, στην άδεια και πανέμορφη Αθήνα και θα σας σκέφτομαι. Εσείς, όπου κι αν πάτε, ό,τι και να κάνετε, να περνάτε καλά. Τα έξυπνα παιδιά, εξάλλου, πάντοτε και παντού καλά περνούν, αυτό να το θυμάστε. Κι εμείς το έχουμε αποδείξει, είμαστε έξυπνα (κι ανθεκτικά) παιδιά.
Καλόν Ιούλιο κι Αύγουστο να έχουμε! Να επιβιώσουμε του καύσωνος και της απρόβλεπτης «εν αδεία» ψυχής! Εις το επανειδείν, λέμε! Στο μεταξύ, μπορούμε να τα λέμε και αυτήν εδώ την εβδομάδα!
Φιλί καλό, καλοκαιρινό
Γεια σας κι από εδώ. Μου αρέσουν αυτοί οι καλοκαιρίνοι αποχαιρετισμοί. Αυτού του φεύγω. Με δυσκολεύουν οι άλλοι. Του έρχομαι. Αλλά φέτος γυρνώντας έχω μια ακόμα γωνιά να ακουμπήσω. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη. Μπορεί και νωρίτερα. Αλλά δεν είναι πολύ ωραίοι οι χειμερινοί κινηματογράφοι μ' αυτό το "ραντεβού τον Σεπτέμβρη" φορεμένο πάνω τους; Κι αφού κλείνουμε σχεδόν κινηματογραφικά...
Σας αφήνω να ακούτε και να χαζεύετε τους Sigur Ros κι έναν πιτσιρικά που δεν μπορεί να πετάξει. Το έχω τσεκάρει. Όσες φορές κι αν πάτησα το κουμπί της επανάληψης ο πιτσιρικάς δεν πέταξε. Πέταξε πολύ αργότερα. Ένα βράδυ. Και το θυμήθηκα την επόμενη μέρα...
Σας αφήνω να ακούτε και να χαζεύετε τους Sigur Ros και να θυμάστε αυτό το καλοκαίρι να χτίζετε πύργους από αυτούς τους παλιούς. Της άμμου. Κουβαδάκια και πύργοι στις παραλίες. Τις μέσα μας...
Ραντεβού τον Σεπτέμβρη. Μπορεί και νωρίτερα.
Moha