17/7/12
«Φορά πουκάμισο λευκό και μαύρο παντελόνι»
Γράφει ο Μπάμπης Δερμιτζάκης στο Lexima
Ένα ακόμη βιβλίο με θέμα τη γυναίκα και τα προβλήματά της από την πολυγραφότατη συγγραφέα
Ελένη Γκίκα, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, Καλέντης 2011, σελ. 418
Έχω γράψει για τα έξι προηγούμενα βιβλία της Ελένης Γκίκα, πέντε μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή, και καθώς είναι αναπόφευκτο να γράψω πράγματα που έχω ήδη πει, θα προσπαθήσω να είμαι όσο το δυνατόν πιο σύντομος.
Το πρώτο χαρακτηριστικό της Γκίκα για το οποίο θα μπορούσε να πάρει βραβείο Γκίνες, και το λέω αυτό με απόλυτη πεποίθηση, είναι η φοβερή πυκνότητα σε διακείμενα που συναντάει κανείς στα έργα της, και αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν είναι μόνο οι άμεσες αναφορές σε συγγραφείς, που οι ήρωές τους της προσφέρουν την καθαρότητα εκείνη με την οποία μπορεί να δει και να σκιαγραφήσει τους δικούς της ήρωες, αλλά και η «διακειμενική ειρωνεία» για την οποία μιλάει ο Ουμπέρτο Έκο σε ένα κείμενό του στο βιβλίο του «Περί λογοτεχνίας», που επιτρέπει στους «επαρκείς αναγνώστες» να ανιχνεύσουν τις αναφορές της. Πολλοί θα αναγνωρίσουν στις «Έξι και μια τύψης» και το «Παιδάκι με το γρατζουνισμένο γόνατο» τον Ελύτη, «Στον ουρανό του τίποτα» την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, και στην παράφραση «Η Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων» το διάσημο μυθιστόρημα του Λιούις Κάρολ, όμως πόσοι θα αναγνωρίσουν στο «Κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» τον Καζαντζάκη; Εγώ, ως κρητικός και λάτρης του Καζαντζάκη, θα αναγνωρίσω την τελευταία φράση της «Ασκητικής». (Για την ακρίβεια, η φράση είναι «Και το ένα τούτο δεν υπάρχει).
Υπάρχει όμως και κάτι καινούριο σ΄αυτό το βιβλίο, ή μάλλον μια απουσία: απουσιάζουν οι βιβλιοκριτικές που παρεμβάλλονταν ως ιντερλούδια ανάμεσα στα κεφάλαια των προηγούμενων βιβλίων της. Όσο για τους συγγραφείς, εκτός από τις μόνιμες αγάπες της, τον Μπόρχες, τον Προυστ, τη Σύλβια Πλαθ και τη Βιρτζίνια Γουλφ, εμφανίζονται τώρα, σε μεγάλη πυκνότητα, ο Λώρενς Ντάρελ με το «Αλεξανδρινό κουαρτέτο» και ο Ζακ Πρεβέρ.
Το ύφος της Γκίκα είναι ποιητικά ελλειπτικό. Οι «τάκοι», για τους οποίους μιλάει ο Έκο στο βιβλίο που προανέφερα, τα παραγεμίσματα δηλαδή που είναι αναπόφευκτα σε μια αφήγηση, είναι ελάχιστοι. Εξάλλου η Γκίκα δεν ενδιαφέρεται να μας δώσει μια συναρπαστική ιστορία. Έτσι οι συνεχείς αναδρομές δεν λειτουργούν όπως οι αναδρομές σε μια κλασική «ευθύγραμμη» αφήγηση, φωτίζοντας δηλαδή πρόσωπα και γεγονότα, αλλά ως κομμάτια ενός παζλ τα οποία η Γκίκα τοποθετεί κατά βούληση. Η συγγραφέας δεν αφηγείται ουσιαστικά μια ιστορία, αλλά προσφέρει ένα πανόραμα των πιθανών καταστάσεων που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα στη ζωή της, και έτσι δεν έχει και μεγάλη σημασία ποιο κομμάτι του παζλ θα τοποθετήσει πρώτο και πιο μετά.
Όμως οι πιθανές αυτές καταστάσεις έχουν και ένα στίγμα. Το στίγμα αυτό είναι το στίγμα της «φυλακισμένης νοικοκυράς» μέσα στην κουζίνα της, με την κουζίνα να λειτουργεί ως μετωνυμία ή σύμβολο των υποχρεώσεων που έχει μια παντρεμένη γυναίκα, που της στερούν την ανάσα ελευθερίας που θα την ολοκλήρωνε ως άνθρωπο και θα την έκανε να μη νοιώθει δυστυχισμένη. Και για να μην υπάρξει αμφιβολία ως προς το τι συμβολίζει η κουζίνα, η συγγραφέας προσθέτει και το επίθετο «βορινή». Βορινή, δηλαδή ανήλιαγη, που δεν την βλέπει ποτέ το φως του ήλιου.
Όμως οι πιθανές αυτές καταστάσεις είναι δύσκολο να παρουσιαστούν όλες στη ζωή μιας μόνο γυναίκας. Γι΄ αυτό η Γκίκα στο μυθιστόρημά της παρουσιάζει τρεις. Δίπλα στη γυναίκα της βορινής κουζίνας υπάρχει η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη, και δίπλα σ΄αυτές η γυναίκα στο ανατολικό γραφείο, η οποία είναι η συγγραφική της περσόνα, η γυναίκα που επινοεί τις άλλες δύο. Καμιά γυναίκα δεν μένει σε ένα νοτικό δωμάτιο, που να το λούζει ο ήλιος τον περισσότερο χρόνο της ημέρας.
Το ότι θέμα της Γκίκα είναι η γυναίκα, η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα και ριγμένη μέσα σε χίλιες καταστάσεις, φαίνεται και από το παρακάτω απόσπασμα, σε εφέ απαρίθμησης, ένα εφέ που χρησιμοποιεί και αλλού η Γκίκα σε συνδυασμό με το εφέ της επανάληψης της πρώτης ή των πρώτων λέξεων.
«Εύα» τις καταράστηκαν, για ένα -ούτε καν πράσινο!- μήλο.
«Σάρα», και γέννησαν το ανέλπιστο!
«Κλυταιμνήστρα», και κυλίστηκαν σε ενοχικά σεντόνια.
«Αντιγόνη», και θυσιάστηκαν για το χρέος!
«Ιφιγένεια», για να γίνει ούριος ο άνεμος και ν΄ ανοίξουν τα πανιά.
«Ηλέκτρα», να θρηνούν τον πατέρα.
«Μήδεια», να κάνουν κομματάκια από ερωτική παραφορά τα ίδια τους τα παιδιά
«Έμιλυ Ντίκινσον», και να κρύβουν στο σεντούκι τους τα ποιήματα.
«Μπροντέ», και να υπογράφουν ως άντρες.
«Βιρτζίνια», να αγωνίζονται για ένα δικό τους δωμάτιο• για να χαθούν στο σκοτεινό ποτάμι με πέτρες στις μεγάλες τσέπες του παλτού.
«Σύλβια», με το κεφάλι-για έναν άντρα!-στο φούρνο της κουζίνας (σελ. 315-316).
«Για έναν άντρα» - θα σταματήσω εδώ την απαρίθμηση- που, επειδή βγήκαν από το πλευρό του, θα καθορίζει εσαεί τη μοίρα τους.
Ο έρωτας, η εγκυμοσύνη με το δίλημμα της έκτρωσης, ο γάμος, η ματαίωση στη συζυγική ζωή, η εγκατάλειψη, είναι πολύ συνηθισμένες καταστάσεις. Υπάρχουν όμως και άλλες όχι και τόσο, ή καθόλου, συνηθισμένες.
Τρεις από αυτές τις καταστάσεις η Γκίκα τις αντλεί από την επικαιρότητα. Παρόλο που δεν είναι τυπικές, ο μητρικός σπαραγμός είναι ο ίδιος. Ο Άγγελος Γρηγορόπουλος σκοτώνεται από αστυνομικό. Υπάρχει μεγαλύτερος πόνος για μια μητέρα από το να της ανακοινώνουν ότι το παιδί της πέθανε;
Υπάρχει ένας παρόμοιος: να έχει εξαφανιστεί το παιδί της και να μην ξέρει πού βρίσκεται, αν είναι ζωντανό ή νεκρό. Ευτυχώς η γυναίκα του δυτικού καθρέφτη έχει περιθάλψει το γιο της γυναίκας της βορινής κουζίνας που τραυματίστηκε από τους αστυνομικούς, και κάποια στιγμή βέβαια της εμφανίζεται σώος και αβλαβής. Τι γίνεται όμως ο άλλος, ο επαναστάτης, που έχει πάει να ενταχθεί σε μια επαναστατική οργάνωση στη Λατινική Αμερική, το «Φωτεινό μονοπάτι», και δεν έχουν νέα του;
Έχει μπει πια στο ασυνείδητό μου να ανιχνεύω κανονικούς ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σε πεζά κείμενα, που γράφηκαν προφανώς χωρίς συνειδητή πρόθεση από τους συγγραφείς. Στο βιβλίο αυτό της Ελένης Γκίκα ανίχνευσα ένα: «Φορά πουκάμισο λευκό και μαύρο παντελόνι» (σελ. 307). Αν ήταν το ανάποδο δεν θα είχαμε τον δεκαπεντασύλλαβο, θα είχαμε όμως ένα διακείμενο με το γνωστό ισπανικό τραγούδι: «tengo la camisa negra».
Να σχολιάσω και ένα απόσπασμα, όπως το συνηθίζω. Διαβάζουμε: «Τέλεια η πάστα φλώρα σου, Πάστα Φλώρα μου!» (σελ. 57).
Αυτό άραγε το επινόησε η Γκίκα, ή το αντέγραψε από την πραγματική ζωή; Γιατί η ξαδέλφη μιας φίλης μου φτιάχνει καταπληκτικές πάστα φλώρες - έχω δοκιμάσει αρκετές- και συχνά μου την αναφέρει όχι με το όνομά της αλλά ως Πάστα Φλώρα.
Και μια σύμπτωση, ή καλύτερα σύμπτωση πάνω στη σύμπτωση. Διαβάζουμε: «Υπάρχουν στιγμές που νιώθει να ξεφλουδίζει. Συνήθως στο μούχρωμα…» (σελ. 343). Κάτι ανάλογο διάβασα στο «Νορβηγικό δάσος» του Μουρακάμι, και λίγες μέρες μετά στο «Εγώ ο Ντοστογιέφσκι», και στην βιβλιοκριτική για το βιβλίο αυτό έγραψα για την σύμπτωση.
Η Ελένη Γκίκα έχει μια πρωτότυπη, ξεχωριστή γραφή, συχνά απαιτητική, αλλά που ικανοποιεί τον επαρκή αναγνώστη. Ίσως το καλύτερο δείγμα αυτής της γραφής είναι «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας».
Μπάμπης Δερμιτζάκης