19/6/12

H συγγραφέας Τίτσα Πιπίνου για το βιβλίο “Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας”

Χαίρομαι που απόψε μιλώ για το βιβλίο της Ελένης της Γκίκα. Η Ελένη είναι μια καταπληκτική φίλη, μια εξαιρετική δημοσιογράφος που ασχολείται χρόνια τώρα με τον πολιτισμό με πολύ αισθαντική ματιά πάνω στα πράγματα, μα πάνω από όλα είναι μία από τις καλύτερες συγγραφείς μας. Δεν λέω πεζογράφους γιατί γράφει και εξαιρετική ποίηση, δοκίμιο, γιατί αυτά στην εφημερίδα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μικρά δοκίμια περί τέχνης. Ακόμη χαίρομαι που το βιβλίο της κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλέντη που οι επιλογές του δείχνουν ότι είναι ένας οίκος που μάχεται με σοβαρότητα και εντιμότητα τους δύσκολους καιρούς που περνάμε. Ας μιλήσουμε πρώτα για το βιβλίο σαν αντικείμενο, όταν τα βιβλία ξεφεύγουν από τη συνηθισμένη βιομηχανοποιημένη μορφή τους. Όταν το πιάνεις λοιπόν στα χέρια σου είναι ένα όμορφο βιβλίο με κομψή γραμματοσειρά και χαρτί σαν σατινέ τώρα που οι εκδότες όλο και τα βγάζουν σε ένα χαρτί διάφανο σαν εφημερίδας, περισσότερο σαν βιβλία μιας χρήσης. Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, σαν τίτλος, μου ήταν οικείος. Η Ελένη το είχε αναφέρει σε κουβέντες μας πολλές φορές πριν ακόμη πάρω το βιβλίο στα χέρια μου. Μάλιστα σε κάποια στιγμή μου το είχε αναφέρει σαν το καλύτερο της βιβλίο, έτσι μου κέντρισε την περιέργεια να το διαβάσω. Ο συγγραφέας συνήθως όταν τον ρωτάνε για τα βιβλία του αναφέρει ως πιο αγαπημένο του το τελευταίο του, ίσως γιατί χρονικά είναι πιο κοντά του και η σκέψη του δεν το έχει εγκαταλείψει ακόμη. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι πράγματι το καλύτερο βιβλίο της Ελένης Γκίκα. Πιο ώριμο, πιο βαθύ, πιο σοφό. Η γραφή της έχει στυλ, έχει ρυθμό, έχει ποίηση. Μέσα σε μια περιρρέουσα δημαγωγία που μας κάνει να πιστέψουμε ότι κάποιος για να ακουστεί αρκεί να φωνάξει πιο δυνατά από τους άλλους έρχεται ένα χαμηλόφωνο μυθιστόρημα γεμάτο αίσθημα και εξομολογητική εχεμύθεια Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης. Το βιβλίο ξεκινά με ένα γράμμα, και κατά κάποιο τρόπο έτσι συνεχίζει σαν επιστολή, σαν ημερολόγιο, σαν εξομολόγηση ή πιο σωστά σαν κραυγή, πνιγμένη κραυγή, αλλά στην πρόθεση της κραυγή. Σαν αυτά τα γράμματα που κλείνει ο ναυαγός σε ένα μπουκάλι με την ελπίδα να πέσει στα σωστά χέρια γιατί αλλιώς χάθηκε. Ο αναγνώστης συχνά φαίνεται να γίνεται αποδέκτης λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν του ανήκουν. Στα περισσότερα βιβλία της Ελένης υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα στη συγγραφέα και τους ήρωες της αλλά και στη συγγραφέα και τον αναγνώστη που στην πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στα όνειρα και τους εφιάλτες, στο φανερό και στο καλά κρυμμένο. Ο χρόνος της αφήγησης είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας που θα ξενυχτά φτιάχνοντας μαντλέν για μια οικογένεια που έχει πια σκορπίσει και δεν υπάρχει κανείς για του τις προσφέρει αλλά εκείνη πεισματικά και με αφοσίωση συνεχίζει να φτιάχνει στην κουζίνα της κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Μαντλέν για τον άνδρα της κλαίγοντας κρυφά για την προδοσία του, για τις κόρες της που πια μεγάλωσαν και τίποτα δεν τις κρατά στο σπίτι και αγωνιώντας μέχρι θανάτου για τον έφηβο γιο της που έχει χαθεί μαζί με άλλους επαναστατημένους νέους στους άγριους δρόμους της Αθήνας και στο εξεγερμένο κέντρο στη διάρκεια των τελευταίων ταραχών. Ο γιος της, είναι ένα αγόρι σαν από παλιά ταινία του Τζέιμς Ντιν. Θυμωμένο και εξεγερμένο για έναν αδιάφορο και διεφθαρμένο κόσμο, ερμητικά κλειστό και κουφό στις εκκλήσεις για βοήθεια των πιο ευαίσθητων μελών του. Αυτών που δεν θα διστάσουν ακόμη και να τα χάσουν όλα. Θα μπορούσε να είναι επίσης διαμαρτυρία για την αφιλόξενη πόλη που μπορεί να σε συνθλίψει μέσα στην ψυχρότητα της. Ένα αγόρι που προσπαθεί να πολεμήσει τη βία με τη βία. Θα υπάρχει Η Γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο που διαβάζει βιβλία, μεταφράζει Πρεβέρ και παραλληλίζει τη ζωή της με τους φανταστικούς ήρωες. Θα υπάρχει επίσης και Η Γυναίκα στο Δυτικό Καθρέφτη εκεί που συναντώνται αυτές οι δύο γυναίκες χωρίς να γνωρίζουμε πάντα ποια είναι το είδωλο και ποια η πραγματική. Ή κάποιες φορές σαν χορός από αρχαία τραγωδία, Η Γυναίκα στο Δυτικό Καθρέφτη, θα μας προϊδεάζει για το επόμενο βήμα στη ζωή τους πριν καλά καλά αυτό συντελεστεί, θα υπενθυμίζει και θα εξηγεί όσα δεν μπορούν να εξηγήσουν αυτές οι δύο για τη δική τους ζωή. Πάντα μία γυναίκα σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα. Η μία γυναίκα λοιπόν που κάνει βασίλειο της την κουζίνα, αλλά που αυτή η κουζίνα γίνεται και ο τάφος των ονείρων της, και έτσι απλά ο δικός της τάφος αφού είναι ο χώρος που ξοδεύει αλύπητα τον χρόνο της και με αυτό τον τρόπο ξοδεύει τη ζωή της. Ο ορίζοντας της θα είναι οι τοίχοι της κουζίνας και όσα φθάνει η ματιά της από το παράθυρο, όλα τα άλλα θα τα φαντάζεται, θα τα ονειρεύεται. Η πραγματική ζωή θα είναι πάντα κάπου αλλού μακριά της. Η κουζίνα δεν είναι πια ένα απλό δωμάτιο του σπιτιού, αλλά μετατρέπεται στο μαγικό της χώρο. Είναι σαν να εισέρχεται σε έναν άλλο κόσμο που της επιτρέπει να δημιουργεί και να υπάρχει. Μου έφερε στο μυαλό το αγοράκι στην ταινία Πολίτικη κουζίνα που όλη του η ζωή ήταν ανάμεσα σε μπαχαρικά και μυρωδιές που έβγαιναν από αχνιστές κατσαρόλες, αλλά εδώ τα πράγματα γίνονται ζοφερά δίχως την εύθυμη διάθεση της ταινίας. Αυτή η γυναίκα θα κάνει παιδιά, θα νιώσει τον πόνο της γέννας και τα βάσανα της μητρότητας χωρίς ωστόσο να σταματήσει να βλέπει τον εαυτό της τον ίδιο παιδί αφού παιδικές μνήμες αναδύονται με κάθε αφορμή. Η άλλη γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο εργάζεται, κυκλοφορεί, ερωτεύεται, πονάει, τρομάζει μέχρι θανάτου με τη γέννα και ονειρεύεται το παιδί που ποτέ δεν γέννησε. Τη μία στοιχειώνουν τα παιδιά που γέννησε, την άλλη τα παιδιά που δεν γέννησε. Η μία μέσα σε μεγάλη οικογένεια, η άλλη χωρίς, αλλά και οι δύο απέραντα μόνες στη φυλακή που επέλεξαν η μία στη μπισκοτένια της και η άλλη στη δική της χάρτινη. Μία γυναίκα, δύο γυναίκες, πολλές γυναίκες, η ίδια γυναίκα και το αντεστραμμένο είδωλο της στον καθρέφτη, τα διαφορετικά πρόσωπα της ίδιας γυναίκας; Θα μπορούσε να είναι ένα από όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί. Εσείς επιλέγετε. Ένα παλίμψηστο. Ένα καλειδοσκοπικό βιβλίο με εικόνες που μοιάζουν να επαναλαμβάνονται ωστόσο πάντα υπάρχει κάτι που τις ξεχωρίζει. Ένα βιβλίο που το ερμηνεύετε εσείς. Ένα από τα παιχνίδια, που έλεγα πιο πάνω, που κάνει η συγγραφέας με τους αναγνώστες και σας καλεί να πάρετε μέρος. Σαν τη διπλή ζωή της Βερόνικα, την αριστουργηματική ταινία του Κισλόφσκ,ι όπου δύο γυναίκες η Βερόνικα και η Βερονίκ που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η μία στην Κρακοβία και η άλλη στο Παρίσι μοιράζονται τις ίδιες ευαισθησίες και την αίσθηση ότι κάπου αλλού βρίσκεται το άλλο τους μισό. Εδώ δύο γυναίκες που πότε συναντώνται και πότε απομακρύνονται απελπιστικά. Διαβάζουν τα ίδια βιβλία, αγαπούν και οι δύο το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ- που τυγχάνει να είναι και εμένα το αγαπημένο μου-, και για όσους δεν το γνωρίζουν ο Λόρενς Ντάρελ έχει ζήσει στη Ρόδο σε ένα μικρό σπιτάκι πνιγμένο στις βουκαμβίλιες απέναντι από το σημερινό Καζίνο και έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο με εικόνες μιας αμέσως μεταπολεμικής Ρόδου, αδιανόητες με την εικόνα που εμφανίζει το νησί σήμερα. Δυο γυναίκες λοιπόν που κάνουν τις ίδιες σκέψεις, ακροβατούν ανάμεσα στο τώρα και στο παρελθόν, στην αληθινή ζωή και το όνειρο. Αναπολούν τον έρωτα τους με έναν άνδρα που δεν είναι πια κοντά τους. Βλέπουν την ίδια θάλασσα, το ίδιο βουνό από άλλη πλευρά αλλά πάντα η ίδια θάλασσα και το ίδιο βουνό. Και πάντα οι ματαιώσεις, οι πολλές ματαιώσεις της ζωής. Η μία θα περιθάλψει τον επαναστατημένο έφηβο γιο της άλλης όταν θα τραυματιστεί στις αιματηρές διαδηλώσεις του κέντρου της Αθήνας με τρυφερότητα και μητρική αγωνία. Θα τον ταΐσει, θα τον κοιμίσει, θα τον φροντίσει, θα προσπαθήσει να κατευνάσει την αγωνία του και θα προσπαθήσει να τον οδηγήσει σε ασφαλές λιμάνι. Πριν χρόνια έβλεπα στην τηλεόραση με αφορμή την επέτειο της εισβολής στην Κύπρο μαυροντυμένες γυναίκες με χάρτινες ταμπέλες στο στήθος κρεμασμένες με σπάγκο, σαν αυτές των κατάδικων, μόνο που αντί για αριθμούς είχαν φωτογραφίες αγνοουμένων. Παρά την οικειότητα αυτών των εικόνων που επαναλαμβάνονται στους δέκτες μας κάθε χρόνο τόσο ώστε πια να μην τις προσέχουμε, συγκλονίστηκα όταν είδα μία γυναίκα με τρεις φωτογραφίες στη δική της ταμπέλα να εξηγεί στο δημοσιογράφο ότι στη μία ήταν ο γιος της, στην άλλη ο σύζυγος της και στη μέση ένα ξένο παιδί, φαντάρος από την Ελλάδα. Η μάνα του είχε πεθάνει και αυτή είχε αναλάβει να τον ψάχνει. Δεν ήταν πια ξένο παιδί, ήταν δικό της παιδί, φαινόταν στην τρυφερότητα που μιλούσε για αυτόν στον άγνωστο της δημοσιογράφο. Έτσι και η Αρσινόη η γυναίκα του Ανατολικού Γραφείου φροντίζει το τραυματισμένο παιδί της γυναίκας της Βορινής Κουζίνας σαν το δικό της γιο, που ποτέ δεν είχε. Υπάρχει και κάτι άλλο, και στις δύο περιπτώσεις αυτών των γυναικών μια παιδική ηλικία που δεν έχει χαθεί ποτέ. Επανέρχεται πάντα ορμητική, ενοχλητική, καθοριστική για ότι συμβαίνει. Είναι συχνά τρομακτικό πως η παιδική ηλικία καθορίζει τη ζωή μας σαν ενήλικες. Ακόμη και μια καλή φαινομενικά παιδική ηλικία δεν είναι ποτέ τόσο αθώα όσο δείχνει. Σαν κάποια ήρεμα όνειρα, φαινομενικά καλά που ωστόσο σε ξυπνούν τρομαγμένο γιατί εσύ ξέρεις ότι δεν είναι καλά όνειρα αλλά υπάρχει μια κρυμμένη απειλή που δεν μπορείς πάντα ούτε να προσδιορίσεις, ούτε να εξηγήσεις. Όσο διάβαζα το βιβλίο και χρειαζόταν κάθε τόσο να επανέρχομαι σε προηγούμενα κεφάλαια για να το καταλάβω, σιγά σιγά μου αποκαλυπτόταν ότι το θέμα των δύο γυναικών δεν ήταν ούτε η προδοσία, ούτε η απώλεια, ούτε οι ματαιώσεις, ούτε η απουσία ή παρουσία του έρωτα, ούτε καν το τώρα. Το θέμα ήταν το παρελθόν, η παιδική ηλικία των ηρωίδων που όπως μπερδευόταν κάθε φορά με την παιδική ηλικία των παιδιών της Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας, αναδυόταν σε κάθε γραμμή ή και πίσω από τις γραμμές, πίσω από τα λόγια. Και κυρίως αυτό που είπα πιο πάνω και επαναλαμβάνω: η εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης. Όπως οι μαντλέν ενώ είναι μία αθώα λέξη με αυτά τα τρία σύμφωνα μαζί στη μέση που την κάνει να ακούγεται όμορφα, και σου φέρνει στο νου, εκείνα τα νόστιμα, τρυφερά μπισκότα, στο βιβλίο σιγά σιγά ανακαλύπτεις ότι οι μαντλέν γίνονται το σύμβολο του χαμένου χρόνου, των ματαιώσεων της Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας. Οι ίδιοι οι γονείς, όπως συμβαίνει συχνά, δεν το καταλαβαίνουν ούτε όταν συμβαίνουν τα πράγματα, ούτε μετά. Και δεν είναι καλό βέβαια να υπάρχουν αυτά τα τραύματα. Είναι όμως τα τραύματα, αυτά ακριβώς, που δημιουργούν τις εμμονές μας. Και χωρίς δισταγμό θα πω: ότι είναι οι εμμονές που δημιουργούν την τέχνη. Όταν η μητέρα του Σαρτρ διάβασε το βιβλίο του «Λέξεις» σχολίασε: «Ο Πουλού δεν κατάλαβε τίποτα από τα παιδικά του χρόνια!» Το ίδιο και η μητέρα της Ντυράς, εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης. Έτσι και η μητέρα της Αρσινόης μπορεί να λέει χωρίς ενοχές «θυσιάστηκα για σας» με ένα χαμόγελο σαν της γάτας του Τσεσάιρ. Σε αυτό το βιβλίο έρχονται οι ήρωες αντιμέτωποι διαρκώς με τις θεμελιακές υπαρξιακές κρίσεις, τη μοναξιά, την απώλεια και την προδοσία. Κλυδωνίζονται, τσακίζονται, πέφτουν κάτω, σηκώνονται ξανά, συνεχίζουν μέχρι τέλους. Υπάρχει μια συνομιλία με άλλα βιβλία, με ήρωες, λόγια, αναφορές, όπως και στα προηγούμενα της, όπως η ζωή της Ελένης είναι γεμάτη με βιβλία, όπως το σπίτι της που δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος από τα στοιβαγμένα βιβλία στο γραφείο, σε κάθε τραπέζι, τραπεζάκι, καρέκλα, στο πάτωμα. Γιατί η Ελένη δεν μπορεί να αποχωριστεί τους αγαπημένους της ήρωες. Στοιχειώνουν τους δικούς της ήρωες. Κλείνοντας θα σας πω τη «Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας» μην τη διαβάσετε για να ξεχαστείτε, ούτε για να περάσει η ώρα σας στην παραλία διαβάστε την στην ηρεμία του σπιτιού σας. Θα ανταμειφθείτε από το έξοχο στυλ της γραφής και από τις λέξεις που θα σας παρασύρουν. υγ. από την εκδήλωση στο Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου στις 16/6/2012